-
1 τεμνω
эп.-ион.-дор. τάμνω (fut. τεμῶ, aor. 2 ἔτεμον - ион. и дор. ἔτᾰμον, эп. τάμον, pf. τέτμηκα; pass.: fut. τμηθήσομαι, aor. ἐτμήθην, pf. τέτμημαι)(реже med.)
1) резать(Aesch., Plat.; οἱ ἰατροὴ καίουσι καὴ τέμνουσιν Xen.)
τὸ τέμνον Plat. — режущий предмет;τόμον τ. Plat. — делать надрез2) вырезывать, извлекать оперативным способом(βέλος ἐκ μηροῦ Hom.)
3) разрезать, разрубать(ἰχθῦς Her.)
οἱ πρόσθεν ὀδόντες οἷοι τ. Xen. — передние зубы, приспособленные к разрезанию4) вырезывать(ἱμάντας ἐκ δέρματος Her.)
5) отрезывать, отрубать(κεφαλέν ἀπὸ δειρῆς Hom.; κάρα τινός Aesch.)
6) срезывать, обстригать(τρίχας ἐκ κεφαλέων Hom.; τὸν πλόκον Soph.)
τρίχας ἐτμήθην Eur. — я обстриг себе волосы7) рубить(δένδρεα Hom.; ὕλην Thuc.)
8) нарезать, крошить, т.е. приготовлять(φάρμακον Plat.)
9) вырубать, ломать, т.е. добывать(λίθον Plat.)
10) обтесывать(δούρατα μακρά Hom.)
11) поражать, ранить(χρόα χαλκῷ Hom.)
ξιφουλκῷ χειρὴ πρὸς δέρην τεμών Aesch. — пронзив горло вооруженной мечом рукой12) кастрировать, оскоплять(ἐρίφους Hes.)
13) зарезывать, закалывать(κάπρον Διΐ Hom.)
τ. σφάγιά τινα Eur. — закалывать кого-л. в жертву14) скреплять жертвоприношением, освящать жертвойὅρκια τ. Hom. — произносить (взаимные) клятвы, заключать договор;
τ. ὅρκια περί τινος πρός τινα Polyb. — заключать договор о чем-л. с кем-л.15) клятвенно обязываться, заключать договорτ. τινὴ μένειν αἰεὴ τὸ ὅρκιον Her. — заключать с кем-л. договор о нерушимости клятвы (обязательства)
16) прорывать, прокапывать(τέλσον ἀρούρης Hom.; ὁχετούς Plat.; διώρυχες τετμημέναι Plat.)
17) прокладывать, проторять(ὁδούς Thuc.)
ὥστε οὐ τετμημένων τῶν ὁδῶν Her. — так как дороги не были проложены (ср. 18)18) рассекать, бороздить, т.е. проходить(πέλαγος Hom.)
βαθὺν ἠέρα τ. HH. — проноситься сквозь густой туман;ἐν ἄστροις οὐρανοῦ τ. ὁδόν Eur. — совершать свой путь среди небесных светил (ср. 17);19) рассекать, разделять(τ. δίχα или διχῇ Plat.)
μέσην τ. Λιβύην Her. — (о Ниле) пересекать Ливию посредине;Ἀργείας ὅρους γαίας Σπαρτιάτιδός τε γῆς τ. Eur. — (о реке Танай) отделять рубежи Аргивской земли от земли Спартанской20) мат. делить(ἀριθμὸν τ. τινί, ἑπτὰ μέρη τεμόμενος Plat.)
21) разбивать, классифицировать(τέν δίποδα ἀγέλην Plat.)
22) выделять (в качестве надела), отводить(τεμενός τινι Hom.)
23) разорять, опустошать(γῆν Her.; ἀγρούς Plat.)
τῆς γῆς τ. Thuc. — разорять какую-то часть страны24) уничтожать на корню(τὸν σῖτον Xen.)
25) отсекать, т.е. отражать, отбивать(κίνδυνον σιδάρῳ Eur.)
26) решать, определять(τέλος μαχᾶν Pind.)
-
2 κατατεμνω
(aor. 2 κατέταμον)1) разрезать, рассекать, разрубать(κρέα Her.; τὰ δέρματα τῶν αἰγῶν Plut.)
τελαμῶσι κατατετμημένοισι κατελίσσειν τι Her. — заворачивать что-л. в нарезанные ленты (холста);ὃν κατατεμῶ καττύματα бран. Arph. — я нарежу из него кожи на сапоги2) разрывать, раздирать(δέραν ὄνυξι Eur.; ἑαυτόν Xen.)
3) расчленять(τὸ καλὸν ἐν τοῖς λόγοις Plat.)
4) прорезать, прокладыватьτὸ ἄστυ κατατέτμηται τὰς ὁδοὺς ἰθείας Her. — город (Вавилон) прорезан прямыми улицами;
κατετέτμηντο τάφροι ἐπὴ τέν χώραν Xen. — по стране были прорыты каналы;τὰ κατατετμημένα Xen. — копи, шахты -
3 επιτεμνω
ион. ἐπιτάμνω (fut. ἐπιτεμῶ, aor. ἐπέτᾰμον) тж. med.1) надрезывать, рассекать(μαχαίρῃ τι Her.; τέν αὑτοῦ κεφαλήν Aeschin.)
2) разрезать(κατὰ μῆκός τι Her.)
3) отрезать, отрубать(τέν κεφαλήν Dem.)
4) урезывать, сокращать(τὰ ἐπιχειρήματα Arst.)
5) перебивать(λέγοντά τινα Polyb.)
6) отбрасывать, сводить к нулю(τὰς προφάσεις Polyb.)
См. также в других словарях:
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek
τομή — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω (= κόβω). Στη μετρική ο όρος τ. δηλώνει τον χωρισμό μεταξύ δύο λέξεων που χρησιμεύει ως όριο μεταξύ δύο μετρικών μελών και που πραγματοποιείται φωνικά ως παύση στην εκφώνηση του στίχου. Στην κλασική μετρική … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
μετάπτωση — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταπίπτω. Ξαφνική μεταβολή θέσης ή κατάστασης. (Αστρον.). Η ελκτική δύναμη του Ήλιου, καθώς ενεργεί επί του άξονα περιστροφής της Γης, επειδή το μήκος της ισημερινής διαμέτρου της Γης είναι μεγαλύτερο από τη… … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
ταμίας — Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι… … Dictionary of Greek