-
1 κατα-τρέχω
κατα-τρέχω (s. τρέχω), herab-, herunterlaufen, hinlaufen; ἀπὸ τῶν ἄκρων καταδραμόντες Her. 7, 192; καταδραμοῦσα τὴν ϑύραν ἄνοιξον Ar. Eccl. 961; καταδραμὼν ἐπὶ τὴν ϑάλατταν Xen. An. 7, 1, 20; ναῦται καταδεδραμηκότες, die von den Schiffen ans Ufer gestiegen sind, um da zu kämpfen, Hell. 5, 1, 12; übh. ans Land kommen, landen, εἰς τὰ ἐμπόρια Pol. 3, 91, 2; – feindlich gegenanlaufen, berennen, mit Streifzügen verheeren, durchstreifen; ἄστυ κατέδραμον Pind. N. 4, 25; τὴν Αἴγιναν καταδεδραμήκεσαν Thuc. 8, 92, vgl. 2, 94; Xen. Cyr. 7, 2, 5; Pol. 5, 17, 3 u. Sp., wie Plut. Rom. 24; – auf Einen losziehen, schelten, tadeln, τὴν Σπάρτην Plat. Legg. XII, 806 c, wie Sp., D. Cass., der auch καταδραμὼν αὐτοὺς πολλά sagt, 48, 27; Ἀλκιβιάδου ὡς οἰνόφλυγος Ath. V, 220 c; vgl. D. L. 7, 187; auch κατά τινος, D. Cass. 36, 27; – Hesych. führt auch den aor. καταϑρέξαι an.
-
2 προς-κατα-τρέχω
προς-κατα-τρέχω (s. τρέχω), noch dazu durchlaufen, durchstreifen, durch Streifzüge verwüsten, Sp.
-
3 συγ-κατα-τρέχω
συγ-κατα-τρέχω (s. τρέχω), zusammenlaufen, Leucipp. bei D. L. 9, 31.
-
4 ἀντι-κατα-τρέχω
ἀντι-κατα-τρέχω (s. τρέχω), dagegen einen Einfall machen, τινός, Dio C.
-
5 ἐπι-κατα-τρέχω
ἐπι-κατα-τρέχω (s. τρέχω), gegen Jemand einen Ausfall machen, ἐκ τῶν χωρίων D. Hal. 9, 21 u. Sp.
-
6 τρέχω
τρέχω, Od.9.386, etc.: [tense] fut. θρέξομαι ([etym.] ἀπο-) Ar.Nu. 1005 (anap.), ([etym.] μετα-) Id. Pax 261, ([etym.] περῖ) Id.Ra. 193; θρέξω only in Lyc.108; butAἀπο-θρέξεις Pl.Com.232
: [tense] aor. 1 ἔθρεξα (v. infr.):—but the usual [tense] fut. and [tense] aor. come from the root δραμ-, viz. , X.An. 7.3.45, etc.; [dialect] Ion.δραμέομαι Hdt.8.102
; late ; butὑπερ-δραμῶ Philetaer.3
(dub. l.); δράμομαι in compd.ἀναδράμεται AP 9.575
(Phil.): [tense] aor. 2 ἔδρᾰμον (v. infr.): [tense] pf. δεδράμηκα [pron. full] [ᾰ] Philem. 38, Men.741, ([etym.] ἀνα-) Hdt.8.55, ([etym.] κατα-) X.HG4.7.6, ([etym.] περι-) Pl.Clit. 410a, ([etym.] συν-) D.17.9: [tense] plpf. ἐδεδραμήκεσαν ([etym.] κατ-) Th.8.92: poet. [tense] pf. δέδρομα ([etym.] ἀνα-, ἐπι-) Od.5.412, 20.357:—[voice] Pass., [tense] pf. δεδράμημαι ([etym.] ἐπι-) X.Oec.15.1.—The Verb is not common in Hom., who has [tense] pres. in Il.23.520, Od.9.386; in Il.18.599, 602, [dialect] Ion. Iterat. θρέξασκον ( ἔθρεξα was also old [dialect] Att., Epigr. ap. Plu.Arist.20, E.IA 1569 (s. v. l., ἔβρεξε Weil), ([etym.] περι-) Ar.Th. 657); but the common [tense] aor. was ἔδραμον, Il. 23.393, Od.23.207, al.—[dialect] Dor. [full] τράχω [pron. full] [ᾰ] Pi.P.8.32, Hsch., EM356.10: [tense] fut.θραξοῦμαι Hsch.
:—run, of men,ἰθὺς δράμε Od.23.207
, etc.;θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσι Il.18.599
;τρέχει Ὅρκος ἅμα.. δίκῃσιν Hes. Op. 219
;ᾤχεο τρέχων Epich.37
, 110 ( τράχων cf. Ahrens);βαδίζειν καὶ τ. Pl.Grg. 468a
; τρέχων, opp. βάδην, X.Cyr.2.2.30;τ. χερσίν, οὐ ποδωκείᾳ σκελῶν A.Eu.37
: of horses, Il.23.393, 520: the part. is freq. added to another Verb, τί οὐ τρέχων σὺ τὰς τραπέζας ἐκφέρεις; why do you not run and carry out.. ? Pl.Com.69.2, cf. Pl.R. 327b; v. infr. 2.2 of things, move quickly,τὸ δὲ [τρύπανον] τ. ἐμμενὲς αἰεί Od.9.386
, cf. Il.14.413;ναῦς παρὰ γῆν ἔδραμεν Thgn.856
;πόλιν.. ἐξ οὐρίων δραμοῦσαν S.Aj. 1083
; τὸ δ' ἐν ποσὶ τράχον ἴτω let what is now before me go trippingly, Pi.P.8.32;ἐπὶ καρδίαν ἔδραμε.. σταγών A.Ag. 1121
(lyr.); having run its course,S.
Aj. 731; πυρετὸς.. ἥκει τρέχων has come quickly, Nicopho 12.3 οἱ τρέχοντες a constellation rising with Libra, Antiochus ap. Teucrum in Boll Sphaera 58.II c. acc. loci, run over,ῥόθια πεδία E.Hel. 1117
(lyr.);ὁ ἵππος τ. καὶ πρανῆ καὶ ὄρεια X.Eq. 8.1
:—in [dialect] Att. Prose θέω seems to be more freq. in the [tense] pres., and in some phrases used exclusively, e.g. θεῖν δρόμῳ, v. θέω (A) 11.1 and cf. Th.3.111, X.An.1.8.18.2 c. acc. cogn., δραμεῖν ἀγῶνα, βῆμα, δίαυλον, δρόμον, run a course, a heat, E.El. 883, 954, Alex.235, Men. 741, etc.; λαμπάδας, i. e. torch-races, IG22.1028.14: freq. metaph., ἀγῶνα δρ. run a risk, E.Alc. 489, cf. IA 1455;ἀγῶνα θανάσιμον δραμούμενον Id.Or. 878
; πολλοὺς ἀγῶνας δραμέονται περὶ σφέων αὐτῶν run for their life or safety, Hdt.8.102;κινδύνων τὸν μέγιστον τ. D.H.4.47
; τὸν ὑπὲρ ψυχῆς ἀγῶνα, κίνδυνον ὑπὲρ τῆς ψυχῆς τ., Id.7.48, 4.4;ἐσχάτην τρέχοντες ταύτην Plb.1.87.3
: sts. the acc. is omitted, περὶ ἑωυτοῦ τρέχων running for his life, Hdt.7.57; περὶ τῆςψυχῆς Id.9.37
;φόνου πέρι E.El. 1264
; περὶ νίκης f.l. in X.An.1.5.8 ( ἐπὶ νίκῃ Rehdantz); cf. θέω (A) 1.2,δρόμος 1.2
, κρέας fin.3 παρὰ ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν he was within one fall or bout of carrying off the victory, Hdt.9.33; cf. παρά c. 111.5,τριάζω 1
. -
7 κατατρέχω
κατα-τρέχω, herab-, herunterlaufen, hinlaufen; ναῦται καταδεδραμηκότες, die von den Schiffen ans Ufer gestiegen sind, um da zu kämpfen; übh. ans Land kommen, landen; feindlich gegenanlaufen, berennen, mit Streifzügen verheeren, durchstreifen; auf einen losziehen, schelten, tadeln -
8 κατατρεχω
(fut. καταδρᾰμοῦμαι, aor. 2 κατέδραμον, pf. καταδεδράμηκα)1) сбегать, спускаться бегом(κάτω, ἀπὸ τῶν ἄκρων Her.; ἐπὴ τέν θάλατταν Xen.; καταδραμοῦσα τέν θύραν ἄνοιξον Arph.)
2) спускаться (с корабля) на берег, высаживаться(εἰς Ἰταλίαν Polyb.)
ναῦται καταδεδραμηκότες Xen. — морской десант3) приставать, причаливать(ξένιον ἄστυ Pind.; εἰς τὰ ἐμπόρια Polyb.)
4) совершать набег(и), опустошать (набегами), разорять(τέν Αἴγιναν Thuc.; χώραν Thuc., Plut.; εἰς τὸ χωρίον Arst.)
5) устремляться, набрасываться(ἐπί τινα NT.)
6) обрушиваться (с порицаниями), нападать, бранить(τέν Σπάρτην Plat.; τῶν μάντεων Diog.L.; τινός Plut., Sext.)
-
9 ἀντικατατρέχω
-
10 ἐπικατατρέχω
-
11 προςκατατρέχω
προς-κατα-τρέχω, noch dazu durchlaufen, durchstreifen, durch Streifzüge verwüsten -
12 συγκατατρέχω
-
13 θέω
θέω (A), [dialect] Ep. also [full] θείω, Il.6.507, 10.437 (in [dialect] Att. the syllables εο, εου, εω are not [var] contr.); [dialect] Ep. subj.Aθέῃσι 22.23
; [ per.] 3sg. [tense] impf.ἔθει Od.12.407
and later,ἔθεε Il.1.483
, Hdt.1.43 (and in later Prose, D.S.16.94); [dialect] Ep.θέε Il.20.275
, Hes.Sc. 224; [dialect] Ion. [tense] impf.θέεσκον Il.20.229
: [tense] fut.θεύσομαι 23.623
, Ar.Eq. 485,Av. 205, ([etym.] ὑπο-) Pi.P.2.84, ([etym.] ἀντι-) Hdt. 5.22, ([etym.] μετα-) X.Cyn.6.22;θεύσω Lyc.1119
: [tense] aor. 1 ἔθευσα ([etym.] δι-) Vett.Val.345.35, part.θεύσας IGRom.4.1740
([place name] Cyme):—the other tenses are supplied by τρέχω and Δρέμω : ( θεϝ-, Skt. dhávate):— run, ποσί, πόδεσσι, Od.8.247, Il.23.623;βῆ δὲ θέειν 17.698
; ; ποῖθεῖς; Ar.V. 854; θᾶττον θανάτου θεῖ [ἡ πονηρία] Pl.Ap. 39b;ὁ βραδέως θέων Id.Hp.Mi. 373d
; of horses, Id.Cra. 423a;ἐν Ὀλυμπίᾳ θεόντων ἵππων Id.Lg. 822b
: in part. with another Verb, ἦλθε θέων, ἦλθε θέουσα, came running, Il.6.54, 394, etc.; ἷξε θέων, of a person on ship-board, Od.3.288; θέων Αἴαντα κάλεσσον run and call him, Il.12.343, etc.2 περὶ τρίποδος γὰρ ἔμελλον θεύσεσθαι to run for a tripod, 11.701: metaph. (cf.τρέχω 11.2
), περὶ ψυχῆς θέον Ἕκτορος they were running for Hector's life, 22.161;θ. περὶ ὑμέων αὐτῶν Hdt.8.140
.ά; θ. < τον> περὶ τοῦ παντὸς δρόμον ib.74;περὶ γυναικῶν καὶ παίδων Paus.6.18.3
.3 metaph.,θ. ἐς νόσους Pl.Lg. 691c
;θ. ἐγγύτατα ὀλέθρου Id.R. 417b
;θεῖν παρὰ τὸν ἔσχατον κίνδυνον Plu. Fab.26
.II of other kinds of motion, as,1 of birds,θεύσονται δρόμῳ Ar.Av. 205
.2 of things, run; of ships,ἡ δ' ἔθεεν κατὰ κῦμα Il.1.483
, cf. X.HG6.2.29; of a potter's wheel, Il.18.601; of a rolling stone, 13.141; of a quoit, ῥίμφα θέων ἀπὸ χειρός flying lightly.., Od.8.193.3 metaph.,δύναμις θαυμαστὴ ἐκεῖ θεῖ Plot.2.9.8
, cf. 6.5.11.III of things not actually in motion, [φλὲψ] ἀνὰ νῶτα θέουσα διαμπερές Il.13.547
; ;ἀμφὶ δέ μιν κίβισις θέε Hes.Sc. 224
;γραμμῆς περὶ [σημεῖον] θεούσης Plot.6.5.11
.IV c. acc. loci, run over,τὰ ὄρη X.Cyn.4.6
, cf. 5.17;μέσσα θέων πελάγευς AP7.273
(Leon.), cf. 10.23 (Autom.);πλωτῶν γένος ὑγρὰ θεόντων Opp.H.3.183
.—The simple Verb is used in Trag. only by E. Ion 1217.------------------------------------θέω (B),A shine, gleam,ὀδόντων λευκὰ θεόντων Hes.Sc. 146
( λευκαθεόντων cj. Wackernagel); ὕλῃ χλωρὰ θεούσῃ cj. in Theoc.25.158;ποίην.. χλωρὰ θέουσαν IG14.1389i
i 24; cf. θοός (B), Λευκαθέα, λευκαθίζω. -
14 ανατρεχω
(fut. ἀναδραμοῦμαι - в Anth. ἀναδράμομαι)1) бежать наверх, взбегать, бегом взбираться(πρός τι Thuc., Plut., κατά τι Xen. и εἴς τι Arst.)
2) быстро подниматься, вскакивать(ἐκ τῆς κοίτης Her.; ἀπὸ θαλάσσης ἀνέδραμε νέφη Plut.)
3) выскакивать4) (pf.-praes.) подниматься, выситься(ἀναδέδρομε πέτρη Hom.)
5) вырастать(σῖτος ἀνατρέχει Arst.)
βλαστὸς ἐκ τοῦ στελέχεος ἀναδεδραμηκώς Her. — побег, выросший из ствола;ἀναδραμεῖν εἰς τὸ πρῶτον ἀξίωμα Plut. — достигнуть высших почестей6) отбегать назад, поспешно отступатьἀνέδραμε, μίκτο δ΄ ὁμίλῳ Hom. — он отступил и смешался с толпой;
ἀνατρεχούσης εἰς αὑτέν θαλάττης Plut. — во время морского отлива7) возвращаться(ἐπί τι Polyb. и εἴς τι Polyb., Diod.)
εἰς τέν αὑτοῦ φύσιν ἀναδραμεῖν Plut. — вернуться к своим старым привычкам8) пробегать, перен. рассказыватьἀ. τοῖς χρόνοις Polyb. — говорить о прошлом;
ὕμνῳ ἀ. τι Pind. — воспевать что-л.9) исправлять, заглаживать(τέν ἐλάττωσιν Plut., Luc.)
ἀ. ἐπειρῶντο κατὰ δύναμιν Polyb. — они всячески старались загладить свою вину -
15 ударить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ударенный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ.1. χτυπώ•ударить кулаком по столу χτυπώ τη γροθιά πάνωστο τραπέζι•
ударить по липу χτυπώ στο πρόσωπο•
ударить палкой χτυπώ με τη μαγκούρα•
ударить в грудь χτυπώ στο στήθος•
ударить огнивом πριοβολίζω.
|| μτφ. εισδύω, μπαίνω•лучи солнца -ли в нашу комнату οι ακτίνες του ήλιου μπήκαν στο δωμάτιο.
|| μτφ. πλήττω•мне вино сразу ударитьло в голову εμένα το κρασί αμέσως με χτύπησεστο κεφάλι.
2. κρούω•ударить в колокол χτυπώ την καμπάνα•
ударить в ладоши χτυπώ τα παλαμάκια•
ударить тревогу σημαίνω (βαρώ) συναγερμό•
-ло четыре часа χτύπησε τέσσερις η ώρα.
3. πυροβολώ•он -ил бекаса и промахнулся αυτός πυροβόλησε τη μπεκάτσα και δεν την πέτυχε.
4. επιτίθεμαι ορμητικά και ξαφνικά•ударить врага со всех сторон χτυπώ αιφνιδιαστικά τον εχθρόαπ όλες τις μεριές (από παντού).
|| μτφ. αγωνίζομαι κατά τίνος•ударить по бюрократизму χτυπώ το γράφε ιοκρατισμό.
|| μτφ. αρχίζω δραστήρια να κάνω κάτι.5. (για φυσικά φαινόμενα)• επέρχομαι ξαφνικά•к утру -ил ливень κατά το πρωί έρριξε απότομα ραγδαία βροχή•
-ла гроза έπεσε κεραυνός•
-ил сильный мороз έπεσε δυνατό κρύο.
|| το ρίχνω•ударить по водке το ρίχνω στη βότκα (πίνω συχνά βότκα).
6. πλήττω•его -ил паралич τον χτύπησε παράλυση (έπαθε παράλυση).
|| κατέχομαι, με πιάνει•от жары его -ил пот από τη ζέστη έτρεξε ιδρώτας.
7. τονίζω, υπογραμμίζω.εκφρ.ударить во все колокола – διακουδουνίζω, διατυμπανίζω, διαθρυλώ, διαλαλώ•ударить по карману – βλάπτω, ζημιώνω οικονομικά.1. χτυπώ, χτυπιέμαιπροσκρούοντας. || μωλωπίζομαι.2. επιπίπτω•камень -ился в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο.
3. παραδίδομαι-επιδίδομαι• το ρίχνω•ударить воспоминаниями παραδίδομαι στις αναμνήσεις•
ударить в распутство το ρίχνω στον εκφυλισμό•
ударить в спорт επιδίδομαι στον αθλητισμό.
4. (με τις λ. «бегство», «бежать») τρέχω ολοταχώς.εκφρ.ударить об заклад – στοιχηματίζω. -
16 βαδίζω
A , Pl. 495, Pl.Smp. 190d, etc.; laterβαδίσομαι Gal.UP12.10
, andβαδιῶ Nicol.Prog.p.69F.
, Ael.Tact. 36.4, ([etym.] δια-) Luc.Dem.Enc.1;βαδίσω D.Chr.10.8
: [tense] aor.ἐβάδισα Hp.Int. 44
, Pl.Erx. 392b, Arr.An.7.3.3, etc.: [tense] pf.,J.Ap.2.39:—[voice] Med., imper.βαδίζου Cratin.391
:—walk,ἐπιστροφάδην δ' ἐβάδιζεν h.Merc. 210
;β. ἀρρύθμως Alex.263
; opp. τρέχω, X.Cyr. 2.3.10, etc.; of horsemen, interpol. in Id.An.6.3.19;ἐπὶ κτήνους β. D.Chr.34.5
; go by land, opp. πλέω, D.19.164,181; also of sailing, X. Oec.16.7; of a ship, LXXJn.1.3; march, of armies, Ael.Tact. l.c.; of certain animals, κατὰ σκέλη β., v. σκέλος I: c. acc. cogn.,βάδον β. Ar.Av.42
;ὁδόν Hp.
l. c., X.Mem.2.1.11;ἀεὶ μίαν ἀτραπόν Arist.HA 622b25
;ὁδῷ β. Luc. Tim.5
; go!Men.
Epit. 159, Sam.43.3 generally, go, proceed, Antipho 5.24; ἐπ' οἰκίας β. enter houses, D.18.132, cf. Test. ap. eund.21.121; β. ἐπίτινα ψευδοκλητείας proceed against him for.., D.53.15; εἰς τὸ πολίτευμα, εἰς τὰς ἀρχάς, εἰς τὰ ἀρχεῖα, Arist.Pol. 1293a24, 1298a15, 1299a36; β. εἰς τὰ πατρῷα enter on one's patrimony, Is.3.62; proceed (in argument),πρὸς τὰ κατηγορήματα D.18.263
, cf. Arist.AP0.97a5; εἰς ἄπειρον β., of an infinite process, Metaph.1000b28;ὁμόσε τῇ φήμῃ β. Plu.Thes.10
.4 of things, αἱ τιμαὶ ἐπ' ἔλαττον ἐβάδιζον prices were getting lower, D. 56.9;τὸ πρᾶγμα πορρωτέρω β. Id.23.203
.—Very rare in Poets: [ἥλιος] β. τὸν ἐνιαύσιον κύκλον E.Ph. 544
. -
17 σκέλος
σκέλος, τό, der Schenkel; πρυμνὸν σκέλος, ἔνϑα πάχιστος μυὼν ἀνϑρώπου πέλεται, Il. 16, 314; τρέχω δὲ χερσίν, οὐ ποδωκίᾳ σκελῶν, Aesch. Eum. 37; οὐρανῷ σκέλη προφαί νων, Soph. El. 743; ἐπὶ σκέλος πάλιν χωρεῖ, Eur. Phoen. 1409, wie ἐπὶ πόδα; vgl. ἐπὶ σκέλος ἀνάγειν, Ar. Av. 383, sich mit dem Gesichte gegen den Feind zurückziehen; σκέλος ἀνατείνειν, ῥίπτειν, Lys. 799 Pax 332, αἴρειν τὼ σκέλη, 854; χωλὸς τὼ σκέλη, Thesm. 24; τῷ σκέλει ϑένε την πέτραν, Av. 54, vgl. Schol.; περὶ τὰ σκέλεα ἀναξυρίδας εἶχον, Her. 7, 61; κατὰ σκέλος βαδίζειν, vom Gange der Thiere, wie des Löwen und des Kameels, Arist. H. A. 2, 1, ὅτε οὐ προβαίνει τῷ ἀριστερῷ τὸ δεξιόν, ἀλλὰ ἐπακολουϑεῖ, einen Fuß nach dem andern auf derselben Seite setzen, den Hinterfuß dem Vorderfuß auf derselben Seite nachsetzen, die Füße beim Gehen nicht über's Kreuz setzen; ἐφ' ἑνὸς σκέλους πορεύειν, Plat. Conv. 190 d, wie βαδιοῠνται ἐπὶ δυοῖν σκελοῖν, ibid.; πόδες καὶ σκέλη, Phaed. 117 e; καὶ αὐχένες, Rep. VII, 514 a; ἐπεσκόπει τοὺς πόδας καὶ τὰ σκέλη, Phaed. 117 e; ἔχων περὶ τοῖς σκέλεσιν ἀναξυρίδας, Xen. Cyr. 8, 3, 13, u. öfter, wie Folgde; παρὰ σκέλος ἀπαντᾷ, es kommt in die Quere, es geht wider Wunsch und Erwarten, Arr. Epict. 2, 12. – In Athen sind τὰ σκέλη die langen Mauern zwischen der Stadt und dem Peiräeus, Strab. 9, 1, 15, auch die Mauern von Megara, Ar. Lys. 1172.
-
18 θεω
I.Arph. (= *θεάου) imper. к θεάομαι См. θεαομαιII.I1) (тж. θ. δρόμῳ Arph., Xen.) бежать, бегать, (быстро) двигаться, передвигаться(ποσί и πόδεσσι Hom.; θᾶττον τῶν ἵππων Arst.)
ἄκρον ἐπὴ ῥηγμῖνος ἁλὸς θ. Hom. — носиться по гребням морских волн;θ. κατὰ κῦμα Hom. — мчаться по волнам;Ἀγαμέμνων ἀντίος ἦλθε θέων Hom. — навстречу (Менелаю) примчался Агамемнон;Μαλειάων ὄρος ἷξε θέων Hom. — (кормчий) полным ходом достиг Малийской горы;εἰ αὔρα φέροι, θέοντες ἀνεπαύοντο Xen. — когда дул попутный ветер, плывшие отдыхали2) катиться, вращатьсяὀλοοίτροχος ἀπὸ πέτρης θέει Hom. — камень катится с утеса;
τροχὸν πειρήσεται, αἴ κε θέῃσιν Hom. — (горшечник) попробует, вращается ли гончарный круг3) ( о линии) проходить, тянутьсяφλὲψ ἀνὰ νῶτα θέουσα Hom. — жила, проходящая вдоль спины;
ἄντυξ, ἢ πυμάτη θέεν ἀσπίδος Hom. — обод, который огибал край щита;ὀδόντες λευκὰ θέοντες Hes. — сплошной ряд белых зубов4) пробегать, проходить(τὰ ὄρη Xen.)
5) состязаться в бегеπερὴ τρίποδος θεύσεσθαι Hom. — состязаться в беге за треножник (объявленный наградой);
περὴ ψυχῆς θέον Ἕκτορος Hom. — (когда Ахилл преследовал Гектора), спор у них шел о (самой) жизни Гектора;περὴ τοῦ παντὸς δρόμον θ. Her. — вести последнюю и решающую борьбу, т.е. ставить все на карту6) перен. (нечаянно) попадатьεἰς νόσους θ. Plat. — (быстро) заболевать;
εἰς ἀδικίαν θ. Plat. — становиться несправедливым;θ. τὸν ἔσχατον κίνδυνον Plut. — подвергаться крайней опасности;θ. ἐγγύτατα ὀλέθρου Plat. — быть на краю гибелиII -
19 вдогонку
вдогонкунареч στό κατόπιν, κατά πόδας, ἀπό πίσω, ξωπίσω:пуститься \вдогонку за кем-л. παίρνω τό κατόπι, τρέχω νά προλάβω κάποιον. -
20 идти
идтинесов1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):\идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·3. (приближаться):поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·7. (о времени) περνώ:дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:\идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·10. (находить сбыт) πουλιέμαι:товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει!
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ευκατάτροχος — εὐκατάτροχος, ον (ΑΜ) ευκατάφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα τρέχω] … Dictionary of Greek
επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… … Dictionary of Greek
τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… … Dictionary of Greek
θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… … Dictionary of Greek
παρατρέχω — ΝΜΑ αντιπαρέρχομαι, δεν αναφέρω κάτι, παραλείπω, παραβλέπω, παρασιωπώ κάτι («παρατρέχω όλα τα επουσιώδη και έρχομαι στα πιο σημαντικά» νεοελλ. 1. ανταγωνίζομαι με κάποιον στον δρόμο, παραβγαίνω στο τρέξιμο 2. τρέχω υπερβολικά, κάνω πολλούς… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek