-
1 κατα-στοχασμός
κατα-στοχασμός, ὁ, das Erzielen, Errathen, die Muthmaßung, D. Sic. 1, 37.
-
2 καταστοχασμός
κατα-στοχασμός, ὁ, das Erzielen, Erraten, die Mutmaßung -
3 στόχος
Grammatical information: m.Meaning: `erected pillar, post, mark, fixed target', also `suspicion' (after στοχάζομαι)? (very rare, partly in the transmission blurred attestations in A., E., X., Poll., Att. inscr.).Compounds: Compp. ἄ-στοχος `missing the target', εὔ-στοχος `aiming well, hitting well' (Att., hell. a. late) with ἀ-, εὑ-στοχ-ία, - έω.Derivatives: στοχ-άς, - άδος f. `raising for the poles of fixing-nets' (Poll.); also adj. of unclear meaning (E. Hel. 1480 [lyr.], prob. false v. l. for στολάδες); - ανδόν adv. `by conjecture' (Theognost.). Normal denom. στοχάζομαι, also w. κατα- a.o., `to target at sthing, to shoot, to seek to achieve, to guess, to conjecture, to explore' (Hp., Att., hell. a. late) with ( κατα-) στοχασμός, - ασις, - αστής, - αστικός; also στόχασμα n. `instrument for aiming' = `javelin' (E. Ba. 1205; cf. Chantraine Form. 145).Etymology: Without certain non-Greek agreement. As the original meaning seems to have been `erected pillar, post', we can compare some Balt.-Slav. and Germ. words. Thus Russ. stóg m. `heap, heap of hay', Bulg. stéžer `post to bind horses to, bar (Germ. Schoberstange)', Russ. dial. stož-á, -ará, -erá `supporting pillar of a haystack', čech. stožár `mast(tree)', Lith. stãgaras `thin long stalk of a plant', Latv. stę̄ga `long bar' etc. Because of Germ., e.g. OE staca, NEngl. stake, OWNo. staki m. `bar, javelin' (PGm. * stak-an-) for stóg etc. IE * steg- is also possible [no, the short vowel requires an aspirate: Winter-Kortlandt's law]. Beside the words mentioned Germ. presents also another group, which cannot be well be distinguished from it, which goes back on IE * stegh- (\> Slav. steg-), mostly in the nasalized form ste-n-gh-: Swed. stagg `stiff and standing grass, sholder, stickleback' (-gg express. gemin.), ODan. stag `point, germ'; OHG stanga, OWNo. stǫng f. ' Stange, stick, pole' (with OWNo. stinga, OE stingan `sting') etc. (Not from here with zero grade (IE *stn̥gh-) στάχυς?)Page in Frisk: 2,804Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στόχος
-
4 καταστοχασμος
См. также в других словарях:
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Χέγγελ, Γκεόργκ Βίλχελμ Φρίντριχ — (Georg Hegel, Στουτγάρδη 1770 – Βερολίνο 1831). Γερμανός φιλόσοφος. Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού και ο φιλόσοφος με τον οποίο αποκορυφώνεται και τερματίζεται η καθεαυτό κλασική φιλοσοφία. Η ζωή του. Μπήκε στη… … Dictionary of Greek
σκέψη — Με γενική έννοια, κάθε πνευματική ενέργεια. Από ψυχολογική άποψη, η σ. μπορεί να συνεπάγεται και ψυχικές ενέργειες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους (π.χ. σύνθεση ενός μουσικού κομματιού, λύση ενός προβλήματος γεωμετρίας, μια ιατρική διάγνωση). Κατά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
Ντιούι, Τζον — (John Dewey, Μπάρλινγκτον, Βερμόντ 1859 – Νέα Υόρκη 1952). Αμερικανός φιλόσοφος. Δίδαξε φιλοσοφία στα πανεπιστήμια της Μινεσότα (1888 – 1889), του Μίσιγκαν (1889 94), του Σικάγου (1894 – 1904) –όπου υπήρξε διευθυντής του School of Education– και … Dictionary of Greek
Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… … Dictionary of Greek
Ακινάτης, Θωμάς — (Tommaso d’ Aquino, Ροκασέκα 1225 – Φοσανόβα 1274). Άγιος της Δυτ. Kαθολικής Εκκλησίας, Ιταλός θεολόγος και φιλόσοφος. Η οικογένειά του, μεγάλη και παλιά, λογγοβαρδικής καταγωγής, τον αφιέρωσε σε ηλικία πέντε ετών στο μοναστήρι του Μοντεκασίνο.… … Dictionary of Greek
παράσταση — I Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παριστώ, η με αισθητό τρόπο απόδοση συγκεκριμένων ή αφηρημένων πραγμάτων. Π. λέγεται και η εξωτερική όψη ανθρώπου και ο τρόπος της εξωτερικής του εμφάνισης, το παρουσιαστικό του. Επίσης, η κοινωνική εμφάνιση… … Dictionary of Greek
θεωρία — (Ιστορ.). Αντιπροσωπείες που έστελναν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στις πανελλήνιες γιορτές. Σπουδαιότερη θ. των Αθηναίων ήταν εκείνη που παρίστατο στη γιορτή του Δηλίου Απόλλωνα. Επικεφαλής της ήταν ο αρχιθέωρος, που αναλάμβανε όλα τα έξοδα. Τα… … Dictionary of Greek