-
1 στοχασμός
-
2 στοχασμος
ὅ1) стремление, помышлениеἑτέρου σ. Plut. — забота о другом (о ближнем)
2) предположение, догадка(τινος Plut.)
οὐ μέτρῳ, ἀλλὰ μελέτης στοχασμῷ Plat. — не посредством расчета, а путем практически приобретенной смекалки -
3 στοχασμός
στοχασμόςguessing: masc nom sg -
4 στοχασμός
στοχασμός, ὁ, das Zielen od. Schießen nach einem Ziele, das zum Zweck, zur Absicht Haben, auch die Vermutung -
5 στοχασμός
ο1) размышление; обдумывание, раздумье; 2) мысль -
6 στοχασμός
[стохасмос] ουσ α размышление, обдумывание. -
7 στοχασμός
στοχ-ασμός, ὁ,A guessing, μελέτης ς. the power of guessing which comes from practice. Pl.Phlb. 56a; στοχασμῷ λαμβάνων, σ. πινομένη, ' quantum sufficit', Dsc.1.48, Eup.2.21;τὸν σ. ἀεὶ καὶ μᾶλλον ἐξακριβοῦν Gal.6.129
; as a technical term in Rhet., Phld.Rh.1.167S., al.; esp. use of circumstantial evidence, Hermog.Stat.2,3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στοχασμός
-
8 στοχασμός
contemplationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > στοχασμός
-
9 κατα-στοχασμός
κατα-στοχασμός, ὁ, das Erzielen, Errathen, die Muthmaßung, D. Sic. 1, 37.
-
10 στοχασμοί
στοχασμόςguessing: masc nom /voc pl -
11 στοχασμούς
στοχασμόςguessing: masc acc pl -
12 στοχασμόν
στοχασμόςguessing: masc acc sg -
13 στοχασις
-
14 στόχασις
στόχασις, εως, ἡ, = στοχασμός, Vermuthung, Plat. Phil. 62 c u. Sp.
-
15 καταστοχασμος
-
16 στόχαση
[-ις (-εως)] η1) см. στοχασμός 1;μιλεί χωρίς στόχαση — он говорит не думая;
2) ум;στη στόχαση δεν ήρτε κανενός να... — никому и в голову не пришло...
-
17 στοχασιά
η1) см. στοχασμός 1; 2) благоразумие, осмотрительность -
18 στόχασμα
το см. στοχασμός 1 -
19 στοχασμοίς
-
20 στοχασμοῖς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στοχασμός — guessing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασμός — ο, ΝΜΑ [στοχάζομαι] νεοελλ. μσν. σκέψη, λογισμός («απ ένα εις άλλο στοχασμό πηγαίνει», Σολωμ.) μσν. αρχ. πρόθεση, στόχος μιας ενέργειας (α. «γαστριμαργία... στοχασμοῡ φόβητρον», Νείλ. β. «μελέτης στοχασμός», Πλάτ.) αρχ. 1. εικασία («τὸν στοχασμὸν … Dictionary of Greek
στοχασμός — ο 1. σκέψη: Του λείπει ο στοχασμός. 2. ό,τι σκέφτεται κάποιος: Δεν μπορώ να παρακολουθήσω τους στοχασμούς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στοχασμοῖς — στοχασμός guessing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασμοί — στοχασμός guessing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασμοῦ — στοχασμός guessing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασμούς — στοχασμός guessing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασμῶν — στοχασμός guessing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασμῷ — στοχασμός guessing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασμόν — στοχασμός guessing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρία — (Ιστορ.). Αντιπροσωπείες που έστελναν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στις πανελλήνιες γιορτές. Σπουδαιότερη θ. των Αθηναίων ήταν εκείνη που παρίστατο στη γιορτή του Δηλίου Απόλλωνα. Επικεφαλής της ήταν ο αρχιθέωρος, που αναλάμβανε όλα τα έξοδα. Τα… … Dictionary of Greek