-
1 κατα-μάχομαι
κατα-μάχομαι (s. μάχομαι), niederkämpfen, besiegen, τί, D. Sic. 3, 17; τῶν Ἀννίβαν καταμεμαχημένων Plut. Flamin. 3; a. Sp.
-
2 μαχομαι
(μᾰ) (fut. μαχοῦμαι - ион. μαχέσομαι и эп. μαχήσομαι, aor. ἐμαχεσάμην - эп. (ἐ)μαχησάμην и поздн. ἐμαχέσθην, pf. μεμάχημαι)1) (тж. μάχην μ. Hom.) бороться, сражаться, биться(ἐπί τινι, τινι и πρός τινα Hom.; πρὸς ἀλλήλους NT.)
κατὰ σφέας μ. Hom. — сражаться собственными средствами;καθ΄ ἕνα μ. Her. — биться один на один2) соревноваться, состязатьсяμ. παγκράτιον Arph. — состязаться во всеборье;
μ. μετ΄ ἀλλήλων Plat. — соревноваться друг с другом3) перен. вести борьбу, бороться(τῷ λιμῷ καὴ τῷ δίψει Xen.; πρὸς ἐπιθυμίας Plat.)
πρὸς ἡνίας μ. погов. Aesch. — сопротивляться поводьям, т.е. бунтовать4) спорить, ссориться(ἔριδι, ἐπέεσσι Hom.)
5) противоречить6) прилагать усилия, добиваться, стараться(μ. χωρίζειν τὸ μεμιγμένον Arst.)
-
3 μάχομαι
Aμαχέοιτο Il.1.272
, μαχέοιντο ib. 344 (v.l. μαχέονται); part. μαχεόμενος v.l. in Hdt.7.104 (elsewh. μαχόμενος, 9.75,al.); [dialect] Ep.μαχειόμενος Od.17.471
,μαχεούμενος 11.403
, 24.113: [dialect] Ep.[tense] impf.μαχέσκετο Il.7.140
: [tense] fut.μαχήσομαι 23.621
, Hdt.7.209; μαχέσομαι, δια-μαχεσόμεθα (as v.l.) Id.9.48; also in late Prose, J.AJ 11.8.3, Plu.2.215f; , Ar.Pl. 1076, etc., μαχεῖται even in Il.20.26, butμαχέονται 2.366
; [dialect] Ep. μαχέσσομαι v.l. for μαχήσομαι 1.298: [tense] aor.ἐμαχεσάμην Hdt.1.18
, etc.; opt.μαχέσαιο Il.6.329
; inf.μαχέσασθαι 17.178
, alsoμαχέσσασθαι 15.633
; opt.μαχεσσαίμεσθα Theoc.22.74
; part.μαχεσσαμένω Il.1.304
; laterμαχήσασθαι Paus.1.27.1
, ( ἀνα-) D.S.19.93: [tense] pf.μεμάχημαι Th.7.43
, Lys.7.41, Isoc.6.54: late [tense] aor.ἐμαχέσθην Plu.2.970f
, Paus.5.4.9: [tense] fut. μαχεσθήσομαι only Sch.rec.A.Th. 672:— fight, Hom., etc.;ὑσμῖνι μ. Il.2.863
; πολεμίζειν ἠδὲ μ. ib. 452, etc.;μάχην μ. X.Ages.5.5
: in Hom. mostly of armies and persons fighting as parts of armies, but sts. of single combat, Il.3.91, 433, 7.51, 111, 279, Od.18.31,39; between men and beasts, Il.15.633, Od.20.15; between beasts, Il.16.824:—Constr.: c. dat. pers., fight with, i. e. against, one,ἀνδράσιν ἶφι μ. Il.1.151
, cf. S.Ph. 1253, etc.; μ. ἀντία, ἐναντίον τινός, Il.20.88,97;ἐπί τινι 5.124
, etc.;πρός τινα 17.471
, but πρὸς δαίμονα against heaven's will, ib.98 (in [dialect] Att. Prose, mostly c. dat. orπρός, μ. τοῖς πολεμίοις D.4.47
;πρὸς ἀλλήλους Isoc.4.116
); μ. σὺν σοί,.. θεά, with thy help, Od.13.390; μετὰ πρώτοισι μ. among the foremost, Il.5.575; μετὰ Βοιωτῶν μ. with them, in their ranks, 13.700;πρός τινας μετ' ἀλλήλων Isoc. 10.53
, cf. Pl.Smp. 179a; κατὰ σφέας γὰρ μαχέονται will fight by themselves, Il.2.366 (but κατ' ἕνα μ. fight in single combat, Hdt. 7.104); μ. πρό τινος before him: hence, metaph., for him, in his defence, Il.4.156, 8.56, X.HG5.4.33, etc.;ὑπὲρ τοῦ νόμου Heraclit. 44
;πάτρας ὕπερ E.Ph. 1002
;Ἕλλησιν ὑπὲρ Ἑλλήνων Pl.Mx. 239b
;περὶ δαιτί Od.2.245
; but later usu. περί τινος, A.Supp. 740, Cratin. 163, Hdt.1.95;ἀμφί τινι Il.3.70
,91;ἀμφὶ νέκυι 16.565
;εἵνεκά τινος 2.377
: c. dat. instrum., τόξοισι, πελέκεσσι μ., 7.140, 15.711 ( χερσὶ μαχέσσασθαι, of boxers, Od.18.39); μ. ἀπ' ἵππου fight from horseback, Hdt.9.63; τὸ μήπω μεμαχημένον the force that had not yet come into action, Th.7.43.2 c. acc., fight against, only f.l. in Philostr.Im. 2.23.II generally, quarrel, wrangle,ἔριδι μ. Il.1.8
; μ. ἐπέεσσιν ib. 304, etc.; τινι 5.875, 13.118; τῷ παιδὶ μ. make a scene with.., Thphr.Char.23.8; dispute, argue,περί τι μ. Pl.R. 342d
, etc.III contend for the mastery in games, etc.,πὺξ μ. Il.23.621
; measure oneself with or against, τινι 1.272;παγκράτιον μ. Ar.V. 1190
, 1195;μ. Ὀλυμπιάδα Philostr.Gym.21
.IV after Hom., struggle against a force,ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μ. Simon.5.21
;ὄμβρῳ Alc.Supp.26.4
;πρὸς ἡνίας μ. A.Pr. 1010
;πρὸς ἐπιθυμίας ἢ ἡδονάς Pl.La. 191e
; μ. τῷ λιμῷ, τῷ δίψει, X.Cyr.3.1.5.V c. inf., struggle, make an effort to do, Arist.HA 552a23.VI of arguments, propositions, etc., to be in contradiction or inconsistent,τρία ὁμολογήματα μ. αὐτὰ αὑτοῖς Pl.Tht. 155b
, cf. Plb.16.28.4;μαχόμενα Phld.Mus.p.95
K., S.E.P.1.198, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μάχομαι
-
4 καταμάχομαι
κατα-μάχομαι, niederkämpfen, besiegen -
5 καταμαχομαι
-
6 πόλεμος
Grammatical information: m.Meaning: `battle, war' (Il.).Other forms: ep. also πτόλεμος.Dialectal forms: Myc. euru-potoremojo \/ Ευρυ-πτολεμοιο\/.Compounds: Some compp., e.g. πολέμ-αρχος m. "warlord", name of an official (IA., Dor.), φιλο-π(τ)όλεμος `friend of battles, warlike' (Il.).Derivatives: A. Several adj.: 1. πολέμ-ιος `militant, hostile', also subst. `enemy' (Pi., IA.); 2. -ήϊος `belonging to battle, war' (ep. Il.); metr. condit., prob. after Άρήϊος (Trümpy Fachausdrücke 134 w. lit.); 3. - ικός `belonging to war, militant, hostile' (Hdt. 3, 4 as v. l., Att.; Chantraine Études 123 etc.); 4. - ώδης `id.' (Olymp. in Grg.). B. Verbs: 1. πολεμ-έω, often w. prefix, e.g. δια-, κατα-, ἐκ-, `to battle, to fight a war' (IA.) with - ήτωρ (Antioch. Astr.), - ητής (Gytheion IIIp) m. `fighter, warrior', - ητήριον n. `military base, operation base, headquarters' (Plb.); διαπολέμ-ησις f. `ending of the war' (Th.). 2. πολεμ-ίζω ( πτολ-) `to fight' (ep. Il.; metr. for - έω, Chantraine Gramm. hom. 1, 95) with - ιστής m. `fighter, warrior' (ep. Il.), f. - ίστρια (Heraclit. Ep.), - ιστρίς (Tz.), - ιστήριος `belonging to warriors' (IA.). 3. πολεμ-όομαι, - όω, also w. ἐκ- a.o., `to become enemies' (Hdt., Th., X.) with ἐκπολέμ-ωσις f. `the becoming enemies' (Plu.). 4. Desid. πολεμ-ησείω `to wish for war' (Th., D. C.). -- PN, e.g. Πολέμων, from where the plantname πολεμώνιον (Dsc.), s. Strömberg Pfl. 135; Πτολεμαῖος.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Orig. meaning `battle' (beside μάχομαι `fight'), from which (already in Homer) `continuing conflict, war' (beside μάχη `fight'); on this and on other synonyms Trümpy Fachausdr. 122 ff., Porzig Satzinhalte 78 f. On the variation of initial πτ-: π- s. Schwyzer 325 w. lit., also Trümpy 131 ff., Ruijgh L'élém. ach. 75f., Merlingen Μνήμης χάριν 2, 55 f. (cf. also on πόλις); it certainly goes back on a Pre-Greek phenomenon. -- Formally connection is recommended with πελεμίζω `shake, tremble' (Curtius 268 w. older lit.); attempt for a factual argumentation in Kretschmer Glotta 12, 54 ff. ( πόλεμος prop. `exertion, labour' from πελεμίζω `to exert oneself, take trouble[ ?]'; serious objections by Trümpy l.c.); πόλεμος orig. from throwing the lance? Both the noun to be assumed for πελεμίζω and πόλεμος contain a primary μ-suffix and go back on a verbal form cognate with πάλλω. [An idea for which I see no arguments.] -- More on the notion πόλεμος in D. Loenen Polemos. Een studie over oorlog in de griekse oudheid (MAc.Wet.Neth. N. R. 16:3; Amsterdam 1953). -- Pre-Greek origin, then, is obvious (Furnée 317).Page in Frisk: 2,574-575Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πόλεμος
См. также в других словарях:
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
ευκαταμάχητος — η, ο (ΑΜ εὐκαταμάχητος, ον) αυτός που καταβάλλεται εύκολα, που νικιέται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα μάχομαι] … Dictionary of Greek
ακροβολίζομαι — (Α ἀκροβολίζομαι) [ἀκρόβολος] νεοελλ. (Στρατ.) 1. αναπτύσσομαι σε αραιή τάξη ή φάλαγγα (βλ. ακροβολισμός) 2. ανταλλάσσω με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς προτού εμπλακώ σε κανονική μάχη, αψιμαχώ αρχ. 1. μάχομαι από μακριά,… … Dictionary of Greek
προμαχίζω — Α [πρόμαχος] 1. μάχομαι μπροστά από κάποιον ή μάχομαι στην πρώτη γραμμή («Τρωσὶν μὲν προμάχιζεν Ἀλέξανδρος θεοειδής», Ομ. Ιλ.) 2. μάχομαι ως πρόμαχος με κάποιον άλλο («Ἕκτορ, μηκέτι πάμπαν Ἀχιλλῆϊ προμάχιζε, ἀλλὰ κατὰ πληθὺν... δέδεξο», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
μάχη — Σύγκρουση στρατιωτικών τμημάτων· αγώνας για την επίτευξη συγκεκριμένων τακτικών ή και στρατηγικών σκοπών. Οι μ. διακρίνονται σε αμυντικές, επιθετικές, εκ συναντήσεως, σε ανοιχτό πεδίο κ.ά. Αμυντική είναι η μ. όταν ο ένας από τους δύο… … Dictionary of Greek
Μαχάων — Έντομο της οικογένειας των παπιλιονιδών, της τάξης των λεπιδοπτέρων. Η επιστημονική ονομασία του είναι Papilio machaon. Πρόκειται για ημερόβια πεταλούδα, η οποία συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες της Ευρώπης, καθώς το μέγεθός της φτάνει τα 6,4 10… … Dictionary of Greek
πορεία — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Καστοριάς του ομώνυμου νομού. * * * η, ΝΜΑ [πορεύω] 1. βάδιση, περπάτημα όδευση 2. ο δρόμος ως αποτέλεσμα τής βάδισης τού πορευόμενου («τήν εἰς Πέρσας πορείαν», Ξεν.) 3. η διάβαση θαλάσσιου… … Dictionary of Greek
σφυγμομαχώ — έω, Μ (σκωπτικά) μάχομαι κατά τών σφυγμών, προσπαθώ να ελαττώσω την παθολογική συχνότητα τών σφυγμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. πυργο μαχώ] … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… … Dictionary of Greek
κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… … Dictionary of Greek