-
1 κατα-δικάζω
κατα-δικάζω, einen Richterspruch wider Einen fällen, durch den Richterspruch verurtheilen; absol., ἡ ἀρχὴ ἡ καταδικάσασα Plat. Legg. XII, 958 c; Xen. An. 5, 8, 21; mit dem gen. der Person u. dem accus. der Sache, ἐπειδὴ σεωϋτοῦ καταδικάζεις ϑάνατον Her. 1, 45; Sp., δίκην αὐτοῦ κατεδίκασαν ἱεροσυλίας Pol. 23, 2, 7; c. inf., ἀποϑανεῖν Luc. V. H. 1, 29; pass., καταδικασϑείς Plat. Legg. XII, 958 c; ἀκρίτους καταδεδικάσϑαι Luc. Calumn. 8; ἐπὶ φόνῳ καταδικασϑείς D. Sic. 4, 76; ϑάνατον καταδικασϑείς D. Cass. 68, 1; ϑανάτῳ Plut. inst. lac. g. E.; D. Sic. 1, 77 u. A.; vgl. Lob. zu Phryn. 475. – Das med. wird vom Kläger gebraucht, verurtheilen lassen (zu seinen Gunsten), den Proceß gewinnen, τινός, gegen Jem., Plat. Legg. IX, 857 a; Lys. 17, 3; Thuc. 5, 49; κατεδικάσατο ἐμοῦ ἀδίκως Dem. 47, 18; δίκην ἐμπορικὴν καταδικασάμενός τινος 21, 176; χρημάτων τινός Paus. 6, 3, 7. – Καταδικαστέον, man muß verurtheilen, Clem. Al.
-
2 προ-κατα-δικάζω
προ-κατα-δικάζω, vorher (vor der Untersuchung) verurtheilen, Dinarch. bei Poll. 8, 24 im pass.
-
3 συγ-κατα-δικάζω
συγ-κατα-δικάζω, mit verurtheilen, Sp.
-
4 δικαζω
1) вершить суд, судить(κατὰ τὸ ὀρθόν Her.)
μεταδοῦναί τινι τοῦ δικάζειν Lys. — дать кому-л. право судить2) судить, разбирать(δίκην Hes.; πρᾶγμα Aesch.; ἐγκλήματος Xen.)
οἱ δικαζόμενοι Xen. — подсудимые;δίκας δ. τισί Her. — разбирать чьи-л. тяжбы;δίκην ἄδικον δικάσαι Her. — неправильно разобрать дело;αἰσχρῶς δίκας δεδικάσθαι Lys. — быть приговоренным к позорным наказаниям3) присуждать, выносить приговорδ. ἐκ πόλεως φυγήν τινι Aesch. — приговаривать кого-л. к изгнанию из города;
δίκαι δικασθεῖσαι Plat. — судебные приговоры;φόνον δ. τινός Eur. — произносить смертный приговор кому-л. (ср. 4)4) преимущ. med. судиться, выступать на суде, отвечать перед судомοἱ δικαζόμενοι Her. — обращающиеся в суд, тяжущиеся стороны (ср. 2);
φόνον δ. Eur. — отвечать за убийство (ср. 3);δίκην οὔτε ἐδικασάμεθα οὔτε ἐφύγομεν Lys. — мы и не заводили тяжбы, и сами под судом не были; -
5 δικάζω
1 pass sentence uponτὰ δ' ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις O. 2.59
]δικάσαι[ Pae. 6.156
-
6 δικάζω
Aδικάσω Il.23.579
, Ar.Eq. 1089, V. 689, 801, Pl.Criti. 120a, etc.; [dialect] Ion.δικῶ Hdt.1.97
; inf. δικᾶν GDIiv p.880 ([place name] Chios), SIG 134b23 (Milet.): [tense] aor. ἐδίκασα, [dialect] Ep. δίκασα, δίκασσα, Od.11.547, Il.23.574: [tense] pf.δεδίκακα Heraclid.Cum.1
:—[voice] Med. (v. infr. 11), [tense] fut.- άσομαι Hdt.1.96
, D.37.37: [tense] aor.ἐδικασάμην Lys.12.4
, D.38.17, etc.: [tense] plpf. ἐδεδίκαστο (v. infr. 11):—[voice] Pass., [tense] fut.δικασθήσομαι D.H.5.61
,δεδικάσομαι Luc.
Bis Acc.14: [tense] aor.ἐδικάσθην Th.1.28
, Pl.Cri. 50b: [tense] pf.δεδίκασμαι Lys.21.18
: [tense] plpf.ἐδεδίκαστο D.33.27
: ([etym.] δίκη):—judge, sit in judgement, Il.23.579, Hdt.1.14, Antipho 5.90, etc.; sit as a juror, D.21.75;δ. καὶ ἐκκλησιάζειν Lys.26.2
, cf. Arist.Pol. 1293a9, etc.2 c. acc. rei, give judgement on, decide, determine, Il.1.542;δ. δίκην Hes.Op.39
, etc.;ἀλιτρά Pi.O.2.65
; , cf. 601;τἀμπλακήματα Id.Supp. 230
; δ. δίκην ἄδικον give an unjust judgement, Hdt.5.25;δ. ἐμπορικὰς δίκας D.35.46
; less freq.,γραφὰς δ. Lycurg.7
;εὐθύνας D.19.132
;ἀγῶνα Din.1.46
: c. acc. cogn., δίκας δ. adjudge a penalty, Hdt.6.139; δ. φυγήν τινι decree it as his punishment, A.Ag. 1412; δ. φόνον ματέρος ordain her slaughter, E.Or. 164 (lyr.): c. gen., δικάζειν τοὺς βασιλέας αἰτιῶν φόνου Lex Draconis ap.IG12.115.11; δ. τοῦ ἐγκλήματος (sc. δίκην) X.Cyr.1.2.7:—[voice] Pass.,δίκαι δικασθεῖσαι Pl.Cri. 50b
, cf. Lys.17.3; ὁποτέρων ἂν δικασθῇ εἶναι τὴν ἀποικίαν it may be decided.., Th.1.28.3 φόνον δ. plead in a case of murder, E.Or. 580: abs., plead, D.C.69.18.4 c. dat. pers., decide between persons, judge their cause, ; , cf. Hdt.1.97;τοῖσι Πέρσῃσι δίκας δ. Id.3.31
; ἑκάστῳ κατὰ τὸ μέγαθος τοῦ ἀδικήματος passed judgement on each, Id.2.137.5 c. inf.,δικαξάτω λαγάσαι Leg.Gort.1.5
;ἐδίκασαν δέκα ἀνταπόλλυσθαι Hdt.3.14
; δ. ὡς .. Id.1.84.6 [voice] Pass.,αἰσχρὰς δίκας δ.
to have actions brought against one,Lys.
21.18.II [voice] Med., of the party, plead one's cause, go to law, Od.11.545, 12.440, Hdt.1.96, Th.1.77;πρὸς τοὺς ἀστυνόμους Pl.Lg. 845e
; δίκην δικάζεσθαί τινι go to law with one, Lys.12.4, D.55.31; simply,δ. τινί Pl.Euthphr.4e
;πρός τινας Th. 3.44
; prop. of a private suit, opp. a public prosecution, D.21.26: with gen. added,δ. τινὶ κακηγορίας Lys.10.12
;κλοπῆς D.22.27
, etc.;ἐδεδίκαστο ἄν μοι τῆς ἐγγύης Id.33.27
; δ. τινὶ περί τινος ib.26. -
7 δικάζω
δικάζω fut. δικάσω; 1 aor. 2 sg. ἐδίκασας La 3:58, mid. impv. 3 sg. δικασάσθω Judg 6:32; 1 fut. pass. δικασθήσομαι (Hom.+; Maximus Tyr. 3, 81 δ. θεός; pap; SEG XLIII, 850, 11, 986, 8 [both II B.C.]; LXX; TestAbr A 10 p. 87, 25 [Stone p. 22]; ApcEsdr [mid. ‘press a suit, go to law with’]; Ps.-Phocyl. 11; Philo; Jos., C. Ap. 2, 207; SibOr 4, 183; Tat. 6:1; Ath.) judge, condemn w. neg. (opp. δίκην τίνειν) Hm 2:5; Lk 6:37 v.l. (for κατα-, q.v.)—Schmidt, Syn. I 348–60. M-M. DELG s.v. δίκη. -
8 καταδικάζω
κατα-δικάζω, einen Richterspruch wider einen fällen, durch den Richterspruch verurteilen; vom Kläger gebraucht: verurteilen lassen (zu seinen Gunsten), den Prozess gewinnen, τινός, gegen j-n. Καταδικαστέον, man muß verurteilen -
9 καταδικαζω
1) выносить обвинительный приговор, осуждать(τινά NT. и τινός Arst., Luc.; καταδικασθεὴς θανάτῳ Plut.)
ἥ ἀρχέ ἥ καταδικάσασα Plat. — инстанция, вынесшая обвинительный приговор;κ. τινὸς τὰ ἔσχατα παθεῖν Xen. — приговорить кого-л. к тягчайшему наказанию2) выносить решение, постановлять, тж. признавать(ὅτι δικαίως ἔπαιον αὐτούς, καὴ ὑμεῖς κατεδικάσατε τότε Xen.)
3) med. преследовать по суду, добиваться осуждения -
10 προκαταδικάζω
-
11 συγκαταδικάζω
-
12 δίκη
δίκη, ης, ἡ (Hom.+; ins, pap, LXX; TestAbr A 2 p. 78, 18 [Stone p. 4] δίκην ‘like’; TestSol 1:9 and ApcSed 3:1 ‘complaint’ or ‘charge’; Philo, Joseph., Just., Ath. [the last also δίκην ‘like’]; loanw. in rabb. Originally=‘direction, way’, hence adverbial acc. δίκην ‘in manner of, like’ w. gen.; Hom.=what is right, esp. in terms of custom or usage.)① punishment meted out as legal penalty, punishment, penalty (Pre-Socr., Trag.+; pap, e.g. UPZ 1, 13 [IV B.C.]; PFay 21, 24 [II A.D.]; LXX) δίκην τίνειν (Trag.; Pla.; Epict. 3, 24, 4; 3, 26, 20; Plut., Mor. 553f; 559d; 561b; 592e; Aelian, VH 9, 8; Philo, Spec. Leg. 3, 175, Mos. 1, 245; Just., A I, 17, 4; Ath., R. 74, 2) pay a penalty, suffer punishment, be punished τὶ of or with someth. 2 Th 1:9; Hm 2:5; Hs 9, 19, 3. Also δ. διδόναι (freq. Trag.+; Jos., C. Ap. 2, 143, Vi. 343; Just., D. 1:5) D 1:5 (δ. διδόναι of divine punishment also Diod S 16, 31, 4. But s. RKraft, The Didache and Barnabas ’65, p. 141 will be called to account) and δ. ὑπέχειν (not infreq. since Soph., Oed. Rex 552; also Diog. L. 3, 79; Jos., Ant. 14, 45; 168) Jd 7; δ. αἰτεῖσθαι κατά τινος Ac 25:15 v.l.② Justice personified as a deity Ac 28:4 (Soph., Ant. 538 ἀλλʼ οὐκ ἐάσαι τοῦτο γʼ ἡ Δίκη σʼ, ἐπεὶ κτλ.; Ael. Aristid. 52 p. 606 D.; Arrian, Anab. 4, 9, 7 Δίκη as πάρεδρος of Zeus; Pind., O. 7, 17 al.; Pla., Leg. 716a; Plotin. V 8, 4, 40ff; Damasc., Vi. Isid. 138; Procop. Soph., Ep. 17; 149; Herm. Wr. p. 420, 1 Sc.; 4 Macc; Philo; Joseph.; Warnecke, Romfahrt 118f).—RHirzel, Themis, Dike u. Verwandtes 1907; WJaeger, Paideia ’34, 144ff (s. Eng. tr. ’39, vol. 1, 68); DLoenen, Dike ’48; Kl. Pauly II 24–26.—B. 1358. DELG. LfgrE s.v. (lit.). DDD 476–80. M-M. TW. Spicq. Sv. S. δικάζω.
См. также в других словарях:
κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… … Dictionary of Greek
δικαστής — Όρος που στη συνήθη του έννοια σημαίνει τον δημόσιο λειτουργό, o οποίος αποτελεί μέλος της δικαστικής αρχής και με την ιδιότητά του αυτή έχει δικαστικές αρμοδιότητες. Αντίθετα, υπό στενή έννοια ο όρος αφορά τους δημόσιους λειτουργούς που είναι… … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
παραδικάζω — Μ δικάζω, εκδίδω απόφαση κατά παράβαση τού δικαίου, παίρνω άδικη απόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + δικάζω] … Dictionary of Greek
γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… … Dictionary of Greek
θεμίζω — (Α) [θέμις (Ι)] 1. δικάζω, κρίνω, τιμωρώ 2. (κατά τον Ησύχ.) «θεμιζέτω μαστιγούτω, νομοθετείτω» 3. μέσ. θεμίζομαι ρυθμίζω τα φρονήματα μου και τις επιθυμίες μου σύμφωνα με τον νόμο («θεμισσάμενοι ὀργάς», Πίνδ.) … Dictionary of Greek