-
1 καταβολη
ἥ1) соз(и)дание, сотворение(ἀνθρώπων Plut.; ἀπὸ καταβολῆς κόσμου NT.)
2) основание, основа(καταβολέν ποιεῖσθαί τινος Polyb.)
ἐκ καταβολῆς Polyb., Diod. — с самого основания, начиная с основ;κ. σπέρματος NT. — зачатие3) мед. приступ, припадок, пароксизм(πυρετοῦ Dem.)
ἥ κ. τῆς ἀσθενείας Plat. — крайнее ослабление4) мед. катаракта Plut.5) уплата, платеж(τῶν τελῶν Dem.; τῶν προσόδων Arst.)
6) уплачиваемая сумма, взнос -
2 καταβολή
ἡ κατα|βολή 1. припадок; 2. выплата; 3. христ. сотворение, начало (напр., κόσμου) -
3 προσβολη
ἥ1) прикладывание, приложение(ἥ τῆς σικύας π. Her., Arst.)
2) прикосновениеτρίβῳ καὴ προσβολαῖς Aesch. — от трения и (постоянных) прикосновений (стершаяся монета);
ὃ παρέχει προσβολέν καὴ ἐπαφήν Plat. — то, что можно щупать и осязать;προσβολαὴ προσώπων Eur. — поцелуи;μετὰ προσβολῆς Arst. — с прикосновением, т.е. участием (органов речи)3) применение4) обращение, вращение, поворачивание(τῶν ὀμμάτων πρός τι Plat.)
5) вход, подступ, доступ(ἥ τοῦ στομάχου π. Arst.)
ἥ περὴ τὸ Ἑπτάχαλκον ἔφοδος καὴ π. Plut. — вход и подступ к Гептахалку;προσβολέν ἔχειν τῆς Σικελίας Thuc. — представлять (удобный) подступ к Сицилии6) место захода или стоянки, бухта, гавань(τῶν ὁλκάδων Thuc.)
7) нападение, натиск, атака(πρὸς τὸ τεῖχος Her. и τῷ τείχει Thuc.; προσβολὰς ποιεῖσθαι κατὰ γῆν ἅμα καὴ κατὰ θάλασσαν Plut.)
προσβολαὴ Ἐρυνύων Aesch. — посещения Эриний;προσβολαὴ κακαί Eur. — тяжелые удары (судьбы)8) перен. клеймо, пятноδυοῖν εἶχε προσβολὰς μιασμάτοιν Aesch. — (Клитемнестра) была запятнана двумя преступлениями
-
4 διαβολη
ἥ тж. pl.1) ссора, вражда(πρός τινα Plut.)
2) неприязнь, нелюбовь, отвращение(πρὸς ἄλειμμα καὴ λουτρόν, τοῦ πάθους Plut.)
3) боязнь, страх(πρὸς τὸν θάνατον Plut.)
4) обвинение(διαβολαὴ ψευδεῖς Isocr.)
διαβολαῖς ταῖς ἐμαῖς Eur. — в силу выдвинутых мною обвинений5) ложное обвинение, клевета, наговор, тж. злословие(κατά τινος и πρός τινα Plut.)
ἐπὴ διαβολῇ Her. — клеветнически;δ. τοῦ λόγου Thuc. — клеветнический слух;6) дурная слава(ἥ ἐμέ δ. Plat.)
ἐν διαβολῇ γενέσθαι Lys. и ἐν διαβολαῖς εἶναι Polyb. — приобрести дурную славу или оказаться под подозрением -
5 προβολη
ἥ1) выступ, отрог(ὄρους Plut.)
2) мыс, коса Soph., Polyb.3) защита, покров(βελέων Soph.; θανάτου Eur.)
προβολῆς ἕνεκα Plat. — для защиты4) острие копья Polyb.5) положение для нападения или обороныτὰ δόρατα εἰς προβολέν καθιέναι Xen. — взять копья наперевес;
ἐν προβολῇ ἑστάναι Plut. — стоять с оружием наперевес6) защитный вал, линия обороны, оплот(τῆς χώρας Xen.)
7) плавучий мост, понтон Polyb.8) выдвижение в кандидаты Plat.9) юр. тж. pl. обвинение (преимущ. политическо-общественного характера) Xen., Isocr., Aeschin.προβολέν ποιεῖν или παραδιδόναι κατά τινος Dem. — возбудить судебное преследование против кого-л.
См. также в других словарях:
βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… … Dictionary of Greek
οπλοπολυβόλο — το στρ. φορητό όπλο, ελαφρότερο από το πολυβόλο, που βάλλει είτε αυτόματα με βολή κατά ριπές είτε ημιαυτόματα με βολή κατά βολή … Dictionary of Greek
πολυβόλος — Αρχαία πολεμική μηχανή, ανάλογη με τα σημερινά πολυβόλα. Αποτελούνταν από μια χοάνη στην οποία τοποθετούνταν ένας αριθμός βελών. Κάτω από τη χοάνη αυτή υπήρχε ένας κύλινδρος, που καθώς περιστρεφόταν έπαιρνε ένα βέλος και το πήγαινε στη σύριγγα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
μπάσκετ-μπολ ή καλαθοσφαίριση — Ομαδική αθλοπαιδιά που διεξάγεται μέσα σε προκαθορισμένα χρονικά όρια, κατά τα οποία οι δύο αντιμέτωπες ομάδες, ενώ κάθε μια προστατεύει ένα ειδικό καλάθι, προσπαθούν να στείλουν με τα χέρια μια μπάλα στο καλάθι της αντίπαλης ομάδας. Κάθε φορά… … Dictionary of Greek
σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου … Dictionary of Greek
βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
κιλλίβαντας — Μεταλλική ή ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει στη στήριξη των πυροβόλων, καθιστώντας δυνατή τη μεταφορά και τον χειρισμό τους και διευκολύνοντας τη σκόπευση. Οι σύγχρονοι κ. του πυροβολικού (είτε κινητού τύπου είτε σταθεροί) διαθέτουν όργανα… … Dictionary of Greek
κλιμακωτός — ή, ό (Α κλιμακωτός, ή, όν) [κλίμαξ]. ο σχηματισμένος με μορφή κλίμακας, ο διατεταγμένος κατά βαθμίδες, σκαλωτός, αμφιθεατρικός («πρόσβασιν δὲ μίαν ἔχει κατὰ τὴν ἀπὸ θαλάττης πλευράν κλιμακωτήν καὶ χειροποίητον», Πολ.) νεοελλ. φρ. (μετρική) α)… … Dictionary of Greek