-
1 προβολη
ἥ1) выступ, отрог(ὄρους Plut.)
2) мыс, коса Soph., Polyb.3) защита, покров(βελέων Soph.; θανάτου Eur.)
προβολῆς ἕνεκα Plat. — для защиты4) острие копья Polyb.5) положение для нападения или обороныτὰ δόρατα εἰς προβολέν καθιέναι Xen. — взять копья наперевес;
ἐν προβολῇ ἑστάναι Plut. — стоять с оружием наперевес6) защитный вал, линия обороны, оплот(τῆς χώρας Xen.)
7) плавучий мост, понтон Polyb.8) выдвижение в кандидаты Plat.9) юр. тж. pl. обвинение (преимущ. политическо-общественного характера) Xen., Isocr., Aeschin.προβολέν ποιεῖν или παραδιδόναι κατά τινος Dem. — возбудить судебное преследование против кого-л.
-
2 προβολή
η1) выставление, выдвижение;προβολή του ποδός — спорт, выпад;
2) проекция;τό μηχάνημα προβολής — проекционный аппарат;
3) показ, демонстрация (фильма и т. п.);προβολή φωτεινών είκόνων — показ диафильмов
-
3 προβολή
[проволи] ουσ θ выдвижение вперед. -
4 προβαλλω
(fut. προβαλῶ, aor. 2 προέβαλον - стяж. προὔβαλον, pf. προβέβληκα; fut. προβαλοῦμαι, pf. προβέβλημαι) тж. med.1) бросать вперед, кидать(τί τινι Hom.; κυσί τι Her.; τρωγάλιά τινι Arph.)
οὐλοχύτας προβάλλεσθαι Hom. — посыпать священным ячменем (жертвы);π. ἑωυτὸν ὑπό τινος Her. — быть повергнутым в отчаяние чем-л.;ἑαυτὸν εἰς ἀρὰς π. Soph. — самого себя предать проклятию;ψυχέν π. ἐν κύβοισι Eur. — поставить жизнь на карту;κακέν ἔριδα π. Hom. — вступать в жестокий бой2) бросать, покидать, оставлять(προβάλλεσθαί τινα ἔρημον Soph.)
3) пренебрегать, презирать, попиратьπ. τέν θέμιν Soph. — попирать право
4) выставлять, выдвигать вперед(προβαλέσθαι τὰ ὅπλα Xen.; τὼ χεῖρε Arph.)
τότ΄ ἄλλος, ἄλλοθ΄ ἅτερος κάρα προβάλλων Soph. — (о мчащихся конях) попеременно опережая друг друга на голову5) опережать, превосходить6) выставлять в качестве кандидата, предлагать к избранию (med. στρατηγούς Plat.)προβληθεὴς πυλάγορος Dem. — предложенный к избранию пилагором;
προβαλλόντων αὐτῶν NT. — по их предложению7) выставлять (в качестве довода или предлога), приводить, упоминать(μάρτυρας Isae.)
ὅ ὑφ΄ ἁπάντων προβαλλόμενος λόγος Thuc. — слова, которые у всех на устах;τὸν Ὅμηρον προβάλλεσθαι Plat. — цитировать в свою защиту Гомера;ἔθνος (τι) προβαλέσθαι σοφίης πέρι Her. — привести какой-л. народ в качестве образца мудрости;ἀπειρίαν προβάλλεσθαι Thuc. — ссылаться на свою неопытность;προβάλλεσθαι τὸ ἄσπονδον Thuc. — мотивировать свой нейтралитет8) (о задаче, вопросе и т.п.) ставить, выставлять, предлагать(αἵρεσιν χαλεπήν Plut.; τέν ἀπορίαν Arst.)
προβάλλεσθαι ἔργον Hes. — приступать к работе;π. τι δεξιόν τινι Arph. — предложить кому-л. замысловатый вопрос9) med. выставлять в виде защиты(τοὺς θωρακοφόρους Xen.)
τῆς στρατοπεδείας τεῖχος π. Polyb. — обнести расположение войск стеной;π. τέν συμμαχίαν Dem. — оградить себя военным союзом;πρὸ ἀμφοῖν προβεβλημένος Xen. — прикрыв (своим щитом) обоих;προαίρεσις πολιτείας προβεβλημένη Dem. — осмотрительная политика10) использовать в качестве прикрытия11) испускать, издавать(τέν φωνέν ὀξεῖαν Diod.)
12) выпускать почки(ὅταν προβάλωσιν, sc. τὰ δένδρα NT.)
13) закладывать, класть впереди(τινά τι и ἀδικεῖν τινα Dem.)
ὅ προβαλλόμενος Dem. — обвинитель;προὐβλήθησαν καὴ ἐδέθησαν Xen. — они были обвинены и подвергнуты заключению -
5 αντιπροβολη
-
6 Νειλορυτος
См. также в других словарях:
προβολή — putting forward fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… … Dictionary of Greek
προβολή — η 1. προέκταση, προεξοχή: Προβολή της κάτω γνάθου. 2. εμφάνιση φωτεινών εικόνων σε πανί: Η προβολή του έργου αρχίζει σε λίγο. 3. προσπάθεια ανάδειξης ατόμου, προϊόντος κτλ., με τη συνεχή δημόσια γνωστοποίηση των θετικών χαρακτηριστικών του:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προβολῇ — προβολῆι , προβολεύς producer masc dat sg (epic ionic) προβολή putting forward fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεογραφική προβολή — (Γεωδ. Χαρτογρ.). Αζιμουθιακή προοπτική, που έχει το προβολικό κέντρο πάνω στη σφαίρα και στο εκ διαμέτρου αντίθετο σημείο από το σημείο επαφής του προβαλλόμενου επίπεδου. Ιδιότητες της σ. π. είναι οι εξής: Η προβολή περιφέρειας που διέρχεται από … Dictionary of Greek
κεφαλική προβολή — Η θέση του εμβρύου κατά τη διάρκεια του τοκετού, όπου κατά τη δίοδό του από τον πυελογεννητικό σωλήνα προβάλλει από τον κόλπο πρώτη η κεφαλή. Είναι η συνηθέστερη θέση και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για έναν ομαλό και φυσιολογικό τοκετό … Dictionary of Greek
ПУБЛИЧНОЕ ХОДАТАЙСТВО — • Προβολή, форма жалобы, при которой жалобщик, прежде чем лично обратиться к подлежащему суду, старается достигнуть предрешения самодержавного народа. Тогда как при эйсангелии (см. Ει̉σαγγελία, Эйсангелия) народ мог сам, по своему… … Реальный словарь классических древностей
προβολαῖς — προβολή putting forward fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβολαῖσι — προβολή putting forward fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβολαί — προβολή putting forward fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβολᾷ — προβολή putting forward fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)