-
1 καταπνοή
-
2 καταπνοῇ
-
3 καταπνοη
-
4 καταπνοή
κατα-πνοή, ἡ,A blowing,ἀνέμων Pi.P.5.121
codd. [suff] κατά-πνοος, ον, [var] contr. [suff] κατά-πνους, ουν, blown upon, Poll.1.240.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπνοή
-
5 καταπνοή
κατα-πνοή, ἡ, das Anhauchen -
6 καταπνοαί
καταπνοήblowing: fem nom /voc pl -
7 καταπνοήν
καταπνοήblowing: fem acc sg (attic epic ionic) -
8 καταπνοα
См. также в других словарях:
καταπνοή — καταπνοή, ἡ (Α) [καταπνέω] το φύσημα («ἀνέμων καταπνοά», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
καταπνοῇ — καταπνοή blowing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπνοαί — καταπνοή blowing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπνοήν — καταπνοή blowing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)