-
1 καταπνοη
-
2 καταπνοα
См. также в других словарях:
καταπνοή — καταπνοή, ἡ (Α) [καταπνέω] το φύσημα («ἀνέμων καταπνοά», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
καταπνοῇ — καταπνοή blowing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπνοαί — καταπνοή blowing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπνοήν — καταπνοή blowing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)