-
1 καταπνοή
κατα-πνοή, ἡ,A blowing,ἀνέμων Pi.P.5.121
codd. [suff] κατά-πνοος, ον, [var] contr. [suff] κατά-πνους, ουν, blown upon, Poll.1.240.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπνοή
См. также в других словарях:
τραυματόπνοια — η, Ν ιατρ. αναπνευστικός ήχος που ακούγεται κατά την έξοδο και την είσοδο τού αέρα όταν ένα θωρακικό τραύμα έχει προκαλέσει επικοινωνία της κοιλότητας τού υπεζωκότα με την εξωτερική ατμόσφαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. traumatopnea… … Dictionary of Greek