-
1 κατά-πνοος
κατά-πνοος, angeweht, angehaucht, Poll. 1, 240.
-
2 καταπνοή
κατα-πνοή, ἡ,A blowing,ἀνέμων Pi.P.5.121
codd. [suff] κατά-πνοος, ον, [var] contr. [suff] κατά-πνους, ουν, blown upon, Poll.1.240.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπνοή
-
3 κατάπνοος
κατά-πνοος, angeweht, angehaucht
См. также в других словарях:
πνοός — ὁ, Α η πνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πνοή κατά τα αρσ. σε ος] … Dictionary of Greek