-
1 καταβάλη
καταβάλλωthrow down: aor subj mp 2nd sgκαταβάλλωthrow down: aor subj act 3rd sgκαταβά̱λῃ, καταβάλλωthrow down: aor subj mid 2nd sg (doric)καταβά̱λῃ, καταβάλλωthrow down: aor subj act 3rd sg (doric) -
2 καταβάλῃ
καταβάλλωthrow down: aor subj mp 2nd sgκαταβάλλωthrow down: aor subj act 3rd sgκαταβά̱λῃ, καταβάλλωthrow down: aor subj mid 2nd sg (doric)καταβά̱λῃ, καταβάλλωthrow down: aor subj act 3rd sg (doric) -
3 καταβάληι
καταβάλῃ, καταβάλλωthrow down: aor subj mp 2nd sgκαταβάλῃ, καταβάλλωthrow down: aor subj act 3rd sgκαταβά̱λῃ, καταβάλλωthrow down: aor subj mid 2nd sg (doric)καταβά̱λῃ, καταβάλλωthrow down: aor subj act 3rd sg (doric) -
4 καταβαλλω
(fut. καταβαλῶ, aor. 2 κατέβαλον - эп. 3 л. sing. κάββαλε)1) выпускать из рук, ронять(ἀπὸ ἕο υἱόν Hom.)
; выпускать из когтей, бросать вниз(νεβρόν Hom.)
2) опускать вниз:(Ἄργος) οὔατα κάμβαλεν (= κάββαλεν) ἄμφω Hom. ( увидев хозяина)
, Аргос опустил оба уха; κ. τὰς ὀφρῦς Eur. опустить брови, т.е. разгладить чело, повеселеть3) отращивать, отпускать(ἴουλον ἀπὸ κροτάφων Theocr.)
4) бросать, сеять(εἰς γῆν φυτὸν καὴ σπέρμα Plat.)
5) сбрасывать, сталкивать, опрокидывать(τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου Xen.; ἐπὴ χθονί, ἐνὴ πόντῳ Hes.; ἐν πάλῃ, sc. τὸν ἀντίπαλον Plat.; καταβαλλόμενοι, ἀλλ΄ οὐκ ἀπολλύμενοι NT.)
κ. ἀπ΄ ἐλπίδος Plat. — лишать надежды, приводить в уныние6) низвергать, разрушать, сносить(τὰ οἰκήματα, τὰ τῶν θεῶν ἀγάλματα Her.)
7) свергать, низводить(τινὰ εἰς τὸ μηδέν Her.)
8) валить, срубать(τὰ δενδρα Arst.)
9) умерщвлять, убивать(πολλοὺς Λακεδαιμονίων Her.; ἐάν τις ξύλῳ ἢ μαχαίρᾳ πατάξας καταβάλῃ Lys.)
10) сваливать, складывать(φιτροὺς ἐπ΄ ἀκτῆς Hom.)
11) приносить или закалывать в жертву(σφάγια, τὸ θῦμα δαίμοσιν Eur.)
12) распускать, распространять(φάτιν Her.; αἱ καταβεβλημέναι νῦν μαθήσεις Arst.)
13) ввергать, помещать, заключать(τινὰ ἐς ἑρκτήν Her.)
14) повергать, ввергать, приводить(εἰς συμφοράς Eur.; τινὰ εἰς φόβον, εἰς δόξαν, εἰς ἀπιστίαν Plat.)
καταβάλλεσθαι εἰς φθόνον Plat. — поддаться чувству зависти15) отвергать, отбрасывать прочьκατέβαλεν ὃ ἔλαβεν, ὡς ἕτερον ληψόμενος Xen. — он отбросил (кусок), который взял, чтобы выбрать другой;
οἱ καταβεβλημένοι Isocr. — пропащие люди, отверженные16) откладывать в сторону(τοὺς σκίπωνας Arph.)
17) устанавливать, ставить(κρεῖον ἐν πυρὸς αὐγῇ Hom.)
18) доставлять, накапливать(κ. σιτία τῇ στρατιῇ Her.)
19) доставлять (в виде дохода), давать, приносить(ἐπ΄ ἡμέρην ἑκάστην τάλαντον Her.)
20) вносить, платить, уплачивать(τἀργύριον Thuc.; τιμήν τινι ὑπέρ τινος Plat.; ζημίας Dem.)
21) давать, предоставлять(μαρτυρίαν Dem.; γεγραμμένα Plat.)
καταβάλλεσθαι εἰς τὰ δημόσια γράμματα Dem. — сдать свои документы в государственный архив;πολλοὴ λόγοι πρὸς αὐτὰ καταβέβληνται Arst. — в пользу этого приведены многие доводы22) преимущ. med. (тж. κ. θεμέλιον NT.) закладывать основы, основывать, класть начало (чему-л.), подготовлять(μέγαν οἶτον Eur.)
τέν τῆς ναυπηγίας ἀρχέν καταβάλλεσθαι Plat. — набрасывать основную схему постройки корабля;ὅ Στωϊκῶν αἵρεσιν καταβαλόμενος Plut. — (Зенон), положивший начало школе стоиков;ὅταν κρηπὴς καταβληθῇ ὀρθῶς Eur. — когда основа хорошо заложена -
5 ἀποδίδωμι
Aἀπέδων A.D.Synt. 276.9
, shortened inf. ἀποδοῦν prob. in Hsch.:— give up or back, restore, return,τινί τι Hom.
, etc.: esp. render what is due, pay, as debts, penalties, submission, honour, etc.,τοκεῦσι θρέπτρα Il.4.478
; ἀ. τινὶ λώβην give him back his insuit, i.e. make atonement for it, ib.9.387 (tm.);τὴν πλημμέλειαν LXXNu.5.7
;εὖ ἔρδοντι κακὴν ἀ. ἀμοιβήν Thgn.1263
;ἀ. τὴν ὁμοίην τινί Hdt.4.119
;ἀμοιβάς Democr.92
;κακὸν ἀντ' ἀγαθοῦ Id.93
; ἀ. τὸ μόρσιμον pay the debt of fate, Pi.N.7.44;τὸ χρέος Hdt.2.136
;τὸν ναῦλον Ar.Ra. 270
; τὴν ζημίαν, τὴν καταδίκην, Th.3.70, 5.50;τὴν φερνήν PEleph.1.11
(iv B. C.);εὐχάς X.Mem.2.2.10
;ἀ. ὀπίσω ἐς Ἡρακλείδας τὴν ἀρχήν Hdt.1.13
, etc.;πόλεις ἀ. τοῖς παρακαταθεμένοις Aeschin.3.85
;ἀ. χάριτας Lys.31.24
;οὐκ ἐς χάριν ἀλλ' ἐς ὀφείλημα τὴν ἀρετ ὴν ἀ. Th.2.40
;ἀ. χάριν τινός Isoc.6.73
; [τὴν πόλιν] ἀ. τοῖς ἐπιγιγνομένοις οἵανπερ παρὰ τῶν πατέρων παρελάβομεν X.HG7.1.30
:—[voice] Pass.,ἔως κ' ἀπὸ πάντα δοθείη Od.2.78
; ἀ. μισθός, χάριτες, Ar.Eq. 1066, Th.3.63.2 assign, ;τὸ δίκαιον καὶ τὸ συμφέρον Arist.Rh. 1354b3
, cf. 1356a15;τὸ πρὸς ἀλκὴν ὅπλον ἀ. ἡφύσις Id.GA 759b3
, etc.b refer to one, as belonging to his department,εἰς τοὺς κριτὰς τὴν κρίσιν Pl.Lg. 765b
; ἀ. εἰς τὴν βουλὴν περὶ αὐτῶν refer their case to the Council, Isoc.18.6, cf. Lys.22.2, etc.3 render, yield, of land, ἐπὶ διηκόσια ἀποδοῦναι (sc. καρπόν) yield fruit two hundred-fold, Hdt.1.193;τἅλλα δ' ἅν τις καταβάλη ἀπέδωκεν ὀρθεῶς Men.Georg.38
; ἤν ἡ χώρη κατὰ λόγον ἐπιδιδοῖ ἐς ὕψος καὶ τὸ ὅμοιον ἀποδιδοῖ ἐς αὔξησιν renders, makes a like increase in extent, Hdt.2.13:—hence perh. metaph.,τὸ ἔργον ἀ. Arist.EN 1106a16
;ἀ. δάκρυ E.HF 489
.4 concede, allow, c. inf., suffer or allow a person to do,ἀ. τισὶ αὐτονομεῖσθαι Th.1.144
, cf. 3.36;εἰ δὲ τοῖς μὲν.. ἐπιτάττειν ἀποδώσετε D.2.30
;ἀ. κολάζειν Id.23.56
;τῷ δικαστηρίῳ ἀποδίδοται τοῦ φόνου τὰς δίκας δικάζειν Lys.1.30
;ἀ. τινὶ ζητεῖν Arist.Pol. 1341b30
, cf. Po. 1454b5; alsoοὔτε ἀπολογίας ἀποδοθείσης And.4.3
; ἐπειδὰν αὐτοῖς ὁ λόγος ἀποδοθῆ when right of speech is allowed them, Aeschin.3.54.5 ἀ. τινά with an Adj., render or make so and so, like ἀποδείκνυμι, ἀ. τὴν τέρψιν βεβαιοτέραν Isoc.1.46;τέλειον ἀ. τὸ τέκνον Arist.GA 733b1
;δεῖ τὰς ἐνεργείας ποιὰς ἀ. Id.EN 1103b22
;μετριωτέραν τὴν ὑπερηφανίαν D.H.7.16
.b exhibit, display,τὴν ὑπάρχουσαν ἀρετήν And.1.109
; ἀ. τὴν ἰδίαν μορφήν render, express it, Arist.Po. 1454b10; ἀ. φαντασίαν τινός present appearance of, Phld.Ir.p.71 W., al.8 ἀ. τὸν ἀγῶνα ὀρθῶς καὶ καλῶς bring it to a conclusion, Lycurg.149.9 λόγον ἀ. render an account, D.27.48:—[voice] Pass., μαρτυρίαι ἀ. Test. ap. D.18.137.10 ἀ. ὅρκον, v. ὅρκος.11 give an account or definition of a thing, explain it, E.Or. 150;ἀ. τί ἐστί τι Arist.Cat. 2b8
, cf. 1a10, Metaph. 1040b30, al.; ἑπομένως τούτοις ἀ. τὴν ψυχήν Id.de.An. 405a4, cf. Ph. 194b34, al.; also, use by way of definition,ὁ μὲν τὴν ὕλην ἀποδίδωσιν, ὁ δὲ τὸ εἶδος Id.de An. 403b1
; simply, define,τὸν ἄνθρωπον S.E.M.7.272
; expound, Phld.D.3.14, cf. Epicur.Nat.14.3, 119G., 143 G.; render, interpret one word by another,ἀ. τὴν κοτύλην ἄλεισον Ath.11.479c
; explain, interpret,τὸ φωνὴν αἵματος βοᾶν Ph.1.209
:—[voice] Pass.,βέλτιον ἀποδοθήσεται Epicur.Ep.1
P.15 U.;ἀκριβεστέρως ἀποδοθήσεται A.D.Synt.45.21
;ἀ. τι πρός τι
use with reference to,Olymp.
in Mete.281.10, cf. Sch.Ar.Pl. 538.2 Rhet. and Gramm., introduce a clause answering to the πρότασις, Id.Rh. 1407a20;διὰ μακροῦ ἀ. D.H.Dem.9
, etc.; cf.ἀπόδοσις 11.2
; οὐκ ἀποδίδωσι τὸ ἐπεί has no apodosis, Sch.Od.3.103; esp. in similes, complete the comparison, Arist.Rh. 1413a11.4 Medic. in [voice] Pass., to be evacuated,σὺν τοῖς περιττώμασιν Dsc.4.82
.III [voice] Med., give away of one's own will, sell, Ar.Av. 585, Hdt.1.70, etc.; ἀ. τι ἐς τὴν Ἑλλάδα take to Greece and sell it there, Id.2.56: c. gen. pretii, Ar.Ach. 830, Pax 1237; ; ἀ. τῆς ἀξίας, τοῦ εὑρίσκοντος, sell for its worth, for what it will fetch, Aeschin.1.96; ὅταν τις οἰκέτην πονηρὸν πωλῆ (= offer for sale)καὶ ἀποδῶται τοῦ εὑρόντος X.Mem.2.5.5
, cf. Thphr. Char.15.4;διδοῦσι [τὰς νέας] πενταδράχμους ἀποδόμενοι Hdt.6.89
; ἀ. εἰσαγγελίαν sell, i.e. take a bribe to forgo, the information, D.25.47;οἱ δραχμῆς ἄν ἀποδόμενοι τὴν πόλιν X.HG 2.3.48
; at Athens, esp. farm out the public taxes, D.20.60, opp. ὠνέομαι: metaph.,οἷον πρὸς ἄργυρον τὴν δόξαν τὰς ψυχάς Jul.Or.1.42b
:—[voice] Act. and [voice] Med. are distinguished in Lex ap.And.1.97 πάντα ἀποδόμενος τὰ ἡμίσεα ἀποδώσω τῷ ἀποκτείναντι: but [voice] Act. is used in med. sense in Th.6.62 (s.v.l.), cf. Foed.Delph.Pell. 2 A 22, and possibly in E.Cyc. 239, Ar.Ra. 1235: [voice] Med. for [voice] Act. in Antipho Fr.54:—[voice] Pass., to be sold, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποδίδωμι
См. также в других словарях:
καταβάλῃ — καταβάλλω throw down aor subj mp 2nd sg καταβάλλω throw down aor subj act 3rd sg καταβά̱λῃ , καταβάλλω throw down aor subj mid 2nd sg (doric) καταβά̱λῃ , καταβάλλω throw down aor subj act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβάληι — καταβάλῃ , καταβάλλω throw down aor subj mp 2nd sg καταβάλῃ , καταβάλλω throw down aor subj act 3rd sg καταβά̱λῃ , καταβάλλω throw down aor subj mid 2nd sg (doric) καταβά̱λῃ , καταβάλλω throw down aor subj act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
QUINGENTI — Graece Πεντακόσιοι, Senatus Atheniensis. Postquam enim Solon constituisset, ut quotannis summae praeesset Rei public. Quadringentorum Senatus, auctô deinde, sive in ordinem redactô Tribuum, quae decem fuêre (cum antiquitus quatuor solum essent)… … Hofmann J. Lexicon universale
υπερφαίνω — ΜΑ [φαίνω, φαίνομαι] (ενεργ και κυρίως το μέσ.) ὑπερφαίνομαι είμαι, αναδεικνύομαι ανώτερος από άλλον («οὐχ ὑψηλὸς ἐκεῑνος ὅς, ἂν μὴ καταβάλῃ τοὺς πλησίον, οὐχ ὑπερφαίνεται», Θεμιστ.) αρχ. 1. φανερώνομαι ή φαίνομαι πιο ψηλά ή πιο πάνω από κάτι (α … Dictionary of Greek