-
1 κατάβλημα
κατάβλημαoverthrow: neut nom /voc /acc sg -
2 κατάβλημα
II anything let down: hence,1 in ships, tarpaulin for keeping off missiles, IG22.1629.409, 1631.262,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάβλημα
-
3 κατάβλημα
κατά-βλημα, τό, das Herabgeworfene, Niedergelassene, der Vorhang im Theater, der bei den Alten herabgelassen wird, u. der die Decorationen vorstellende Überwurf über die περίακτοι; das Darübergeworfene, Umwurf; Umschlag. Bei den Schiffen ein Stück der Takelage -
4 καταβλήματα
κατάβλημαoverthrow: neut nom /voc /acc pl -
5 ὑπό-βλημα
-
6 προσκαταβλημα
-
7 καταβολή
καταβολ-ή, ἡ,A throwing down: hence, sowing, Corp.Herm.9.6; esp. of begetting, κ. σπέρματος, σπερμάτων, Philol.13, Luc.Am.19, cf. Ep.Hebr.11.11, Arr.Epict.1.13.3; ἡ Ῥωμύλου σπορὰ καὶ κ. Plu.2.320b.c Astrol., nativity, ἡ ἐξ ἀρχῆς κ. Vett.Val.220.29, al.2 paying down, esp. by instalments, καταβάλλειν τὰς κ. D.59.27; τὸ ἀργύριον ἔφερε καταβολὴν τῇ πόλει paid money as a deposit (by way of caution), Docum.ib.37.22, cf.IG12(7).515.26 (Amorgos, ii B. C.), UPZ 112v12 (pl., ii B. C.), etc.;ἔχειν τῆς γῆς.. καταβολήν
liability for rent,PEleph.
23.17 (iii B. C.): pl., instalments, PLips.12.17 (iii A. D.), etc.II laying of a foundation: hence, building, structure, LXX2 Ma.2.29;τῆς ἀρχιτεκτονίας Bito 49.2
;ἔργου J.AJ12.2.9
: but usu. metaph.,1 foundation, beginning,ἱερῶν ἀγώνων Pi.N.2.4
;τῆς περιόδου Arist.Mete. 352b15
;κ. ἐποιεῖτο καὶ θεμέλιον ὑπεβάλλετο τυραννίδος Plb.13.6.2
;κ. κόσμου Ev.Matt.13.35
,Ep.Eph.1.4;κ.κοσμική Cat.Cod.Astr.8(3).138
(Thessal.);ἡ πρώτη κ. τῆς φιλοσόφου θεωρίας Procl.
in Alc.Praef.p.8C.; ἐκ καταβολῆς from the foundations: hence, anew, σκάφη ἐκ κ. ἐναυπηγοῦντο, of fresh construction, Plb.1.36.8; ἐκ κ. πλάττων, of pure invention, Id.15.25.35: hence, of set purpose, deliberately, Id.1.47.7, 24.8.9.III periodical attack of illness, fit,τῆς ἀσθενείας Pl.Grg. 519a
, cf.κατηβολή; πυρετοῦ D.9.29
, Ph.1.399, 2.563, cf. Aristid.Or.50(26).59, Id.2.166J.; trance, Poll.1.16; cf. Lat. catabolicus.IV detraction, abuse, Phld.Rh.2.56S.: pl., Ph.2.571 codd.V perh. outer wrapper (cf.κατάβλημα 11.4
) of a bandage, Hp.Off.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβολή
См. также в других словарях:
κατάβλημα — overthrow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάβλημα — το (Α κατάβλημα) [καταβάλλω] κάθε πράγμα που καταβιβάζεται, παραπέτασμα, αυλαία κ.ά. αρχ. 1. (για επιχείρημα) η ανατροπή, η κατάρρευση («πτῶμά τοι τὸ κατάβλημα», Δημόκρ.) 2. (για πλοία) παράρρυμα*, παραπέτασμα που χρησίμευε για απόκρουση βλημάτων … Dictionary of Greek
καταβλήματα — κατάβλημα overthrow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… … Dictionary of Greek
παράρ(ρ)υμα — ατος, το, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. μακριά πάνινη λωρίδα σε σχήμα επιμήκους ορθογωνίου που χρησιμοποιείται ως παραπέτασμα, σε μικρά ιστιοφόρα ή αλιευτικά σκάφη με χαμηλά έξαλα και έχει σκοπό να προφυλάξει το πλοίο από την εισροή νερού εξαιτίας πλάγιων… … Dictionary of Greek
ποτικατάβλημα — ατος, τὸ, Α (δωρ. τ.) τό προσκατάβλημα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κατάβλημα (< καταβάλλω)] … Dictionary of Greek