-
61 κατα-χέω
κατα-χέω (s. χὲω), aor. κατέχεα, ep. κατέχευα, darauf herab-, darüber ausgießen; ἔλαιόν τινι χαιτῶν καταχεῦαι Il. 23, 282; übertr., χάριν τινί, Anmuth über Einen ausgießen, Od.; πλοῠτον, ἐλεγχείην τινί, mit Reichthum, mit Schmach überschütten, Il. 2, 670. 23, 408 Od. 14, 38; herabschütten, bes. in reichlicher Fülle, χιόνα, νιφάδας, ψιάδας, 19, 206 Il. 12, 158. 16, 459; herabwerfen, ϑύσϑλα 6, 134, ὅπλα εἰς ἄντλον κατέχυντο Od. 12, 411, τεῖχος εἰς ἅλα, die Mauer ins Meer hinabstürzen, Il. 7, 461; darüber ausbreiten, ἀχλύν, ὁμίχλην τινί, Od. 7, 42 Il. 3, 10, vgl. 8, 50; πέπλον ἐπ' οὔδει, das Gewand auf die Schwelle niederwallen lassen, 5, 734; noch sonst oft, auch in tmesi; νεφέλας κρατί Pind. P. 1, 8; τέττιξ δενδρέῳ ἐφεζόμενος λιγυρὴν καταχεύετ' ἀοιδήν, = act., Hes. O. 581; μύρον κατὰ τῆς κεφαλῆς καταχέαντες Plat. Rep. III, 398 a; ἔτι μείζων κατεχύϑη σκοτοδινία Soph. 264 c; – τινός τι, über Einen ausgießen, καί μοι δοκεῖ ἡ ϑεὸς αὐτὴ τοῦ δήμου καταχεῖν ἀρυταίνῃ πλουϑυγίειαν Ar. Equ. 1089; Ach. 1129; übertr., ἵππερόν μου κατέχεεν τῶν χρημάτων Nubb. 74; καταχέουσι τὸ αἷμα τοῦ ἀκινάκεος Her. 4, 62; καταχεῖν δόξαν ἀνϑρώπων, das Gerücht über sie verbreiten, Plat. Legg. VII, 814 d, vgl. 800 d; βλέφαρα δάκρυσι καταχυϑέντα Eur. Hipp. 854. – Med. herabfließen lassen, begießen; καταχεόμενοι τῶν ἱματίων, sich die Kleider begießend, Plat. Legg. I, 637 e, vgl. Tim. 41 d; auch χαίτην, Callim. Cer. 5. – Bei Her. vom Einschmelzen der Metalle, καταχεάμενος χρυσὸν ἡμιπλίνϑια ἐξ αὐτοῦ ἐξήλαυνε Her. 1, 50.
-
62 κατα-χήνη
κατα-χήνη, ἡ, Spott, Hohn, Ar. Vesp. 575 Eccl. 630. S. κατα-χαίνω.
-
63 κατα-χώννῡμι
κατα-χώννῡμι (s. χώννυμι), zuschütten, zudämmen, verschütten; ἐπεὶ ἐγένοντο ἐν τῇ ψάμμῳ, ὁ νότος κατέχωσέ σφεας Her. 4, 173, Sp.; κατά σε χώσομεν λίϑοις, wir werden dich mit Steinen überschütten, Ar. Ach. 295; mit Geschossen, σφέας κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Her. 7, 225; λόγοις, ὕμνοις, ἐπαίνοις, mit Lob überschütten, was B. A. 45, 21 καταπληρῶσαι erklärt wird; vgl. Plat. Gorg. 512 b; übertr., τὰ πρῶτα ὀνόματα τεϑέντα κατακέχωσται ἤδη ὑπὸ τῶν βουλομένων τραγῳδεῖν αὐτά, sie sind überschüttet, verdunkelt, Crat. 414 c; Sp.
-
64 κατα-βραχύ
κατα-βραχύ, d. i. κατὰ βραχύ, im Kleinen, allmälig, Thuc. 7, 2 u. A.; besser getrennt geschr., vgl. Lob. zu Phryn. 540.
-
65 κατα-μόνᾱς
κατα-μόνᾱς, d. i. κατὰ μόνας, einzeln, für sich, Thuc. 1, 32 Xen. Mem. 3, 7, 4.
-
66 κατα-γραφή
κατα-γραφή, das Niederschreiben, ὀνομάτων Plut. frat. am. 21 M.; bes. Einschreiben, Verzeichnen in Listen, Eintragung in Rechnungsbücher u. dgl., καταγραφὴν τῶν στρατιωτῶν ποιεῖσϑαι Pol. 6, 19, 5 u. öfter, Soldaten ausheben; αἱ καταγραφαί, die Soldatenlisten, 2, 24, 10; τῆς χώρας, Landanweisung, D. Hal. 8, 69. – Die Zeichnung, Beschreibung, bes. mathematischer Figuren, D. Sic. 3, 60 u. Sp.; oft übh. Umriß, Entwurf. – Bei Plat. Conv. 193 a steht jetzt κατὰ γραφὴν ἐκτετυπωμένα.
-
67 κατα-κράτος
κατα-κράτος, d. i. κατὰ κράτος, wie es auch besser geschrieben wird, mit Gewalt, mit aller Kraft, ἐξελέγχεσϑαι Dem. 34, 20.
-
68 κατα-κρίνω
κατα-κρίνω (s. κρίνω), verurtheilen, verdammen, τινά τινος, Einen wozu, ψήφῳ ϑανάτου κατακεκριμένος Eur. Andr. 497; τινός τι, τὸ μὲν γὰρ τελευτῆσαι πάντων ἡ πεπρωμένη κατέκρινεν Isocr. 1, 43; κατακεκριμένος κατὰ τὸν νόμον, nach dem Gesetze verurtheilt, Xen. Hell. 2, 3, 54; die Strafe steht auch im inf., κατέκριναν τῆς ὄψιος στερηϑῆναι Her. 9, 93; κατακεκριμένος ἀποϑνήσκειν Xen. Hier. 7, 10. – Her. vrbdt auch τοῖσι μὲν κατακέκριτο ϑάνατος, sie waren zum Tode verurtheilt, 7, 146; Sp. auch κατακριϑῆναι ϑάνατον u. Aehnl.; imperson., ἢν γὰρ νῦν κατακριϑῇ μοι Xen. Apol. 7; – κατακεκριμένων ἤδη οἱ τούτων, als dies gegen ihn erkannt war, Her. 2, 133; κατακέκριται τὰ πράγματα Antiph. 3 α 1. Ohne den feindlichen Sinn, κατεκρίϑη Ἀπόλλων ϑνατοῖς ἀγανώτατος ἔμμεν Pind. frg. 116.
-
69 κατα-κτείνω
κατα-κτείνω (s. κτείνω), fut. κατακτενῶ, ion. κατακτανῶ, ep. κατακτανέω; aor. vorherrschend I. κατέκτεινα, mehr poetisch II. κατέκτανον, doch Xen. hat κατακτανών An. 4, 8, 25, κατακτανεῖν 7, 6, 37, u. 1, 9, 6, wo Krüger κατέκανε lies't, haben viele mss. κατέκτανε, wie 1, 10, 7; Hom. auch κάκτανε, Il. 6, 164; ep. κατέκταν, 4, 319, κατέκτα, 2, 662, wie Aesch. Eum. 438; inf. κατα κτάμεναι, Hes. Sc. 453 κακτάμεναι, u. κατακτάμεν; κατακτάμενος, mit pass. Bdtg, Od. 16, 106; aor. pass. κατεκτάϑην, davon κατέκταϑεν, für κατεκτάϑησαν, Il. 5, 558 u. öfter; fut. med. κατακτανέεσϑε in pass. Bdtg 14, 481; – tödten, ermorden, im Kampf erlegen, erschlagen; Hom. u. Folgde überall; auch μῆλα, Od. 24, 66 u. sonst; perf. κατέκτονα Aesch. Eum. 557; in Prosa erst später recht gebräuchlich, wie bei Plut. u. A.
-
70 κατα-κυδαίνω
κατα-κυδαίνω u. κατα-κυδρόω, verstärktes simplex, Sp.
-
71 κατα-κερματίζω
κατα-κερματίζω, in kleine Theile zerlegen, zerhauen, zerstückeln; ἐὰν κατακερματίζῃς αὐτὴν κατὰ μόρια Plat. Meno 79 c; κατακεκερμάτισται ὡς οἷόν τε σμικρότατα Parm. 144 b, vgl. Rep. III, 395 b; öfter von der Rede bei Rhett.; vom Gelde, in kleinere Münzsorten umsetzen, ἀργύριον κατακεκερματισμένον Ar. bei Poll. 9, 88.
-
72 κατα-κιρνάω
κατα-κιρνάω, = κατακεράννυμι, Sp.; im pass. κατα-κίρναμαι, Longin. 15, 9; Epigr. symm. her. 21 (IX, 362, 12).
-
73 κατα-καίριος
κατα-καίριος, = simplex; Il. 11, 439, bei Wolf κατὰ καίριον ἔλϑῃ; δισκηϑεὶς κατακαίριος ἔμπεσε δειλῷ πτωκί, tödtlich, Bian. 2 (IX, 227).
-
74 κατα-κοσμέω
κατα-κοσμέω, in Ordnung bringen; ἐπὶ νευρῇ κατακόσμει πικρὸν ὀϊστόν, lege den Pfeil auf der Sehne in Ordnung, Il. 4, 118; im med., ἐπὴν δὴ πάντα δόμον κατακοσμήσησϑε, Od. 22, 440; κατὰ ξυγγενείας εἰς τάξιν πρὸς ἄλληλα Plat. Tim. 88 e; πόλιν καὶ ἰδιώτας ἐν μέρει ἑκάστους Rep. VII, 540 b; τὴν διάνοιαν, sammeln, Plut. Brut. 13, med., πρὸς γνώμην τινός, sich danach richten, Comp. Per. 3; – ausschmücken, οἷον ἄγαλμα Phaedr. 252 d; ὅπλοις Xen. Hier. 11, 3; bewaffnen, Pol. 3, 114, 1; übertr., βουλόμενος τον φύσαντα σεμνοτέροις κατακοσμῆσαι πράγμασι Ar. Vesp. 1473; Sp., κατακοσμοῠντες ἑαυτούς, ehren, Plut. Rom. 23.
-
75 κατα-κοιρανέω
κατα-κοιρανέω, beherrschen, verwalten; Hesych. erkl. es κατακοσμέω, gewiß in Bezug auf die homerischen Stellen, wo jetzt Ἰϑάκην κάτα κοιρανέουσι geschrieben wird. S. die ähnl. Stellen unter dem simplex.
-
76 κατα-κλείς
κατα-κλείς, εῖδος, ἡ, 1) eine Art Schloß an den Thüren, καὶ τῆς κατακλεῖδος ἐπιμελοῦ καὶ τοῦ μοχλοῦ Ar. Vesp. 154; auch im plur., Poll. 10, 22. – Später auch an Kleidungsstücken, = κληΐς, Schol. Od. 18, 292. – 21 die Verbindung des Schlüsselbeines mit der Brust; Poll. 2, 133; Hdn. 4, 13, 12; Hesych. erkl. σφαγή, Kehle, durch ὁ κατὰ τὴν κατακλεῖδα τόπος. – 3) Klausel, in der Metrik, Schol. Ar. Ach. 659. – Uebh. der Schluß, Cic. Attic. 2, 3. 9, 18.
-
77 κατα-κλῶθες
κατα-κλῶθες, αἱ, nur Od. 7, 197, πείσεται ἅσσα οἱ Αἶσα Κατακλῶϑές τε βαρεῖαι γεινομένῳ νήσαντο λίνῳ, also Schicksalsgöttinnen, die Parzen, die den Lebensfaden des Menschen herunterspinnen, mit der alten v. l. κατακλώϑῃσι βαρεῖα, die Eust. verwirft; vgl. Nitzsch zur Stelle; Bekker lies't κατὰ κλῶϑές τε β.
-
78 κατα-κέφαλα
κατα-κέφαλα, = κατὰ κεφαλῆς, kopfunten, umgekehrt, Sp., wie Geop.
-
79 κατα-δρύπτω
κατα-δρύπτω, zerkratzen, zerfleischen; in tmesi, κατὰ δ' ἐδρύπτοντο παρειάς, sie zerfleischten sich die Wangen, Hes. Sc. 243; τὸ πρόςωπον Rufin. 28 (V, 43); ὄνυξι M. Anton. 6, 20.
-
80 κατα-δρομή
κατα-δρομή, ἡ, 1) das Anrennen gegen Einen, der Streifzug, Thuc. 1, 142; τὴν χώραν καταδρομαῖς λείαν ἐποιεῖτο 8, 41; καταδρομὰς ποιεῖσϑαι 7, 27, wie Xen. Cyr. 3, 3, 23; καταδρομῆς γενομένης τῶν φυγάδων Lys. 20, 28; ὥςπερ καταδρομὴν ἐποιήσω ἐπὶ τὸν λόγον μου Plat. Rep. V, 472 a; vgl. καταδρομὴν μέλλει ποιεῖσϑαι περὶ ἐμοῦ Aesch. 1, 135. Oft bei Pol., auch übertr., κατὰ τοῦ Ἐφόρου Τίμαιος πλείστην πεποίηται καταδρομήν 12, 23, 1, er zieht gegen ihn mit heftigem Tadel los; auch öfter bei Ath. – 2) Zufluchtsort, Schlupfwinkel, Ael. H. A. 2, 9. 5, 49.
См. также в других словарях:
κατά — και κατ , μπροστά από φωνήεν με ψιλή και καθ , μπροστά από φωνήεν με δασεία, πρόθ. 1. με γενική σημαίνει α. κίνηση: Πήγε κατά διαβόλου. β. εχθρική κίνηση εναντίον κάποιου: Όρμησε κατά του αντιπάλου του. γ. εχθρική διάθεση: Είναι κατά του πολέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατά — downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
κάτα — (I) η (Μ κάτ[τ]α) γάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. catta «είδος αιλουροειδούς»]. (II) κᾆτα (Α) στην αττ. διάλ. κράση τών λ. καὶ είτα … Dictionary of Greek
κατα- — (από την πρόθ. κατά), α’ συνθετ. λέξεων για επίταση: κατάμαυρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάτα — κάτος following neut nom/voc/acc pl κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆτα — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc/acc dual ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆτα — εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κατὰ ροῦν φέρεσθαι. — См. Идти против течения … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὰ κατὰ πρόσωπα δυσχεραίνουσι καὶ κύνες. — τὰ κατὰ πρόσωπα δυσχεραίνουσι καὶ κύνες. См. Такая красава, что в окно глянет, конь прянет, на двор выйдет три дня собаки лают … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄλον τὸν βοῦν ἔφαγε, κατὰ δὲ τὴν κέρκον ἀπηγόρευσε. — См. Собаку съел, только хвостом подавился … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)