-
1 κατα-κιρνάω
κατα-κιρνάω, = κατακεράννυμι, Sp.; im pass. κατα-κίρναμαι, Longin. 15, 9; Epigr. symm. her. 21 (IX, 362, 12).
1 κατα-κιρνάω
κατα-κιρνάω, = κατακεράννυμι, Sp.; im pass. κατα-κίρναμαι, Longin. 15, 9; Epigr. symm. her. 21 (IX, 362, 12).