-
1 καρτερ-ῶνυξ
καρτερ-ῶνυξ, υχος, u. καρτερ-ώνυχος, = κρατερῶνυξ, w. m. s.
-
2 καρτερ-αύχην
καρτερ-αύχην, ενος, = κρατεραύχην, Hippocr. u. Galen.
-
3 καρτερ-αίχμης
καρτερ-αίχμης, ὁ, = κρατεραίχμης, Herkules, Pind. I. 5, 35.
-
4 καρτερ-οδόντης
καρτερ-οδόντης, ὁ, mit starken Zähnen, Eust.
-
5 καρτεραίχμης
A v. κρατερ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρτεραίχμης
-
6 καρτεριάζω
A v. καρτερέω (sub fin.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρτεριάζω
-
7 καρτερέω
A to be steadfast, patient, S.Ph. 1274, Men.Sam. 112, etc.; , cf. Th.7.64;κ. μάχῃ E.Heracl. 837
;κ. ἐλπίδι τινός Th.2.44
: freq. with a Prep., κ. πρός τι to hold up against a thing, e.g.πρὸς ἡδονάς τε καὶ λύπας Pl.R. 556c
;πρὸς λιμὸν καὶ ῥῖγος X.Cyr.2.3.13
;ἐπὶ τοῖς παροῦσι Isoc.6.48
, cf. Pl. La. 194a; κ. ἐν ταῖς ἡδοναῖς to be patient or temperate in.., Id.Lg. 635c; ; κ. ἀπὸ τοῦ ὕπνου refrain therefrom, Ael.NA13.13: c. part., persevere in doing, ;κ. ἀναλίσκων ἀργύριον φρονίμως Pl.La. 192e
;ἀκούων Aeschin.3.241
;κ. ἐν ἐπιτηδεύμασιν Isoc.2.32
; also τὰ δείν' ἐκαρτέρουν was strangely obdurate or obstinate, S.Aj. 650: in later Prose meaning little more than wait, καρτέρει καὶ θεώρει wait and see, LXX 2 Ma.7.17;οὐ κ. μέχρι θαλάμων ἐλθεῖν S.E.M.1.291
.II c. acc. rei, bear patiently, endure, ;κ. θεοῦ δόσιν Id.Alc. 1071
;τῷ σώματι τὰ συντυγχάνοντα X.Mem.1.6.7
;τὸν τῶν ὑπεροπτικῶν ὄγκον Isoc.1.30
;πολλὴν κακοπάθειαν Arist.Pol. 1278b27
:—[voice] Pass., κεκαρτέρηται τἀμά my time for patience is over, E.Hipp. 1457.--In Hsch., οὐ καρτεριάδδει· οὐ φρόνιμος εἶ, should prob. be οὐ καρτερίδδει ([dialect] Lacon. for καρτερίζει).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρτερέω
-
8 καρτέρημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρτέρημα
-
9 καρτέρησις
2 c. gen., patient endurance of a thing, αἱ τοῦ Χειμῶνος κ. Id.Smp. 220a;αἱ κ. τῶν ἀλγηδόνων Id.Lg. 633b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρτέρησις
-
10 καρτερία
καρτερ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρτερία
-
11 καρτερικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρτερικός
-
12 καρτεροδόντης
καρτερ-οδόντης, ὁ, mit starken Zähnen -
13 καρτεραιχμας
См. также в других словарях:
Κάρτερ, Τζίμι — (Jimmy Carter, Πλέινς, Γεωργία 1924 –). Αμερικανός πολιτικός, πρόεδρος των ΗΠΑ (1976 80). Σπούδασε στη ναυτική ακαδημία της Ανάπολις και ειδικεύτηκε στα πυρηνικά υποβρύχια. Σταδιοδρόμησε στο ναυτικό μέχρι το 1953, οπότε άρχισε να ασχολείται με… … Dictionary of Greek
κάρτερ — το τεχνολ. μεταλλικό ή πλαστικό περίβλημα που χρησιμεύει για τη στεγανωτική προστασία ενός ή περισσότερων κινούμενων μηχανικών οργάνων και ως δεξαμενή λιπαντικού ελαίου, η ελαιοπυξίδα ή ελαιοδεξαμενή. [ΕΤΥΜΟΛ. < όν. τού Άγγλου εφευρέτη J. Η.… … Dictionary of Greek
Κάρτερ, Χάουαρντ — (Howard Carter, Νόρφολκ 1873 – Λονδίνο 1939). Άγγλος αιγυπτιολόγος. Το 1891 πήρε μέρος σε αποστολή στην Αίγυπτο ως σχεδιογράφος και βοηθός στις ανασκαφές του Πέτρι στην Τελ ελ Αμάρνα και του Ναβίλ στην περιοχή του Τελ ελ Μπάχαρι (Λούξορ). Το 1899 … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
νετρόνιο — Ουδέτερο ηλεκτρικά σωματίδιο, με μάζα περίπου 2.000 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου και 1,0014 φορές από τη μάζα του πρωτονίου τα ν. μαζί με τα πρωτόνια αποτελούν τα βασικά συστατικά του πυρήνα στον οποίο συγκεντρώνεται ποσοστό… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Σμίθ, Φράνσις Χόπκινσον — (Smith). Αμερικανός συγγραφέας και ζωγράφος (Βαλτιμόρη, Μαίρυλαντ 1838 Νέα Υόρκη 1915). Άρχισε να γράφει σε μεγάλη ηλικία, συνθέτοντας μυθιστορήματα και διηγήματα επηρεασμένα από την εμπειρία του σαν μηχανικός, τα οποία εμπλούτιζε με δικά του… … Dictionary of Greek
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
αιγυπτιολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη του αρχαίου αιγυπτιακού πολιτισμού. Στις αρχές της Αναγέννησης, οι γνώσεις για τον αιγυπτιακό πολιτισμό προέρχονταν αποκλειστικά σχεδόν από τα έργα των Ελλήνων κλασικών Ηρόδοτου, Διόδωρου Σικελιώτη, Στράβωνα … Dictionary of Greek
αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek