-
1 εγκρατεία
ἐγκρατείᾱ, ἐγκράτειαmastery over: fem nom /voc /acc dual——————ἐγκρατείᾱͅ, ἐγκράτειαmastery over: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 εγκράτεια
-
3 ἐγκράτεια
-
4 ἐγκράτεια
ἐγκράτεια, είας, ἡ (ἐν + -κράτεια, s. next entry; X., Pla. et al.; Diod S 10, 5, 2; Epict. 2, 20, 13; Vett. Val. index; Herm. Wr. 13, 9; PFay 20, 21; Sir 18:29 [v.l. in a superscr.]; 4 Macc 5:34; Test12Patr; EpArist 278; Philo; of Essenes in Jos., Bell. 2, 120; 138, and a prophet Ant. 8, 235; Just., D. 2, 2; 8:3 w. καρτερία; Ath., R. 75, 19 w. σωφροσύνη; Theoph. Ant. III 15 [p. 234, 14]) restraint of one’s emotions, impulses, or desires, self-control (for detailed discussion s. Aristot., EN 7, 1145a–1154b; esp. w. ref. to matters of sex; cp. Simplicius in Epict. p. 117, 18; 123, 14; TestNapht 8:8; Hippol., Ref. 7, 28, 7) 2 Cl 15:1. In a list of virtues Gal 5:23. W. other virtues (Lucian, Demosth. Enc. 40; PFay s. above; cp. Christian ins: Sb 8705 πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, δικαιοσύνη, εἰρήνη, ἀλήθεια, μακροθυμία, ἐγκράτεια) 1 Cl 35:2; 62:2; 64; w. δικαιοσύνη Ac 24:25; w. γνῶσις and ὑπομονή 2 Pt 1:6; w. μακροθυμία B 2:2; w. ἁπλότης Hv 2, 3, 2; w. πίστις and φόβος m 6, 1, 1. (W. ἀγαθὴ πρᾶξις Iren., 1, 6, 4 [Harv. I 58, 2].) ἀγαπᾶν ἐν πάσῃ ἐ. in all chastity Pol 4:2; ἐ. διπλῆ Hm 8:1. Personified as a virtue v 3, 8, 4; 7; Hs 9, 15, 2. Bestowed by God 1 Cl 38:2.—DELG s.v. κράτος. M-M. TW. Spicq. Sv. -
5 εγκρατεια
(τινος Xen., Isocr., πρός τι Xen., Plat., Plut. и περί τι Arst., Plut.)
ἐ. ψυχῆς πρὸς τὰ φοβερὰ καὴ δεινά Plat. — самообладание перед лицом страшных опасностей;ἐ. περὴ τὰς χεῖρας Plut. — бескорыстие, честность -
6 εγκράτεια
εγκράτεια ηвоздержание -
7 εγκράτεια
-
8 ἐγκρατεία
Βλ. λ. εγκρατεία -
9 ἐγκρατείᾳ
Βλ. λ. εγκρατεία -
10 ἐγκράτεια
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐγκράτεια
-
11 εγκράτεια
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εγκράτεια
-
12 ἐγκρατείᾳ
воздержанииἐγκράτειαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐγκρατείᾳ
-
13 ἐγκράτεια
воздержаниеἐγκρατείᾳΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐγκράτεια
-
14 ἐγκράτεια
воздержание, самообладание.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐγκράτεια
-
15 ἐγκράτεια
воздержанность, умеренность -
16 ἐγκράτεια
-
17 εγκράτεια
[энгратиа] ουσ θ воздержание, умеренность. -
18 ἐγκράτεια
A mastery over, ἐ. ἑαυτοῦ self- control, Pl.R. 390b; ἐ. ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν control over them, ib. 430e, cf. X.Mem.2.1.1, Isoc.1.21; , al.II abs., self-control, X. Mem.1.5.1, Isoc.3.44, Arist.EN 1145b8, al., LXX Si.18.30, Act.Ap. 24.25, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκράτεια
-
19 ἐγκράτεια
ἐγ-κράτεια, ἡ, Enthaltsamkeit, τινός, von etwas, Selbstbeherrschung, bes. Mäßigung in sinnlichen Genüssen -
20 εγκράτεια
1) abstinence2) moderation3) temperanceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εγκράτεια
См. также в других словарях:
ἐγκρατεία — ἐγκρατείᾱ , ἐγκράτεια mastery over fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκρατείᾳ — ἐγκρατείᾱͅ , ἐγκράτεια mastery over fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκράτεια — mastery over fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκράτεια — Η αυτοκυριαρχία και η αποχή από τις υλικές απολαύσεις. Ο άνθρωπος που έχει διαμορφώσει τη βούλησή του έτσι ώστε να είναι κύριος του εαυτού του μπορεί να εξουσιάζει τα πάθη του και να μην υποδουλώνεται σε αυτά. Η χαλιναγώγησή τους οδηγεί στην ε.… … Dictionary of Greek
εγκράτεια — η 1. το να είναι κανείς εγκρατής, η απόλαυση με μέτρο ή και η ολοκληρωτική αποχή από τις σαρκικές απολαύσεις. 2. μτφ., εγκράτεια γλώσσας, το να μη βρίζει κανείς ούτε και να παραφέρεται όταν μιλάει, η λακωνικότητα, συντομία γλώσσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγκρατείας — ἐγκρατείᾱς , ἐγκράτεια mastery over fem acc pl ἐγκρατείᾱς , ἐγκράτεια mastery over fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκρατείαι — ἐγκρατείᾱͅ , ἐγκράτεια mastery over fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκρατειῶν — ἐγκράτεια mastery over fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκρατείαις — ἐγκράτεια mastery over fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκρατείης — ἐγκράτεια mastery over fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκράτειαι — ἐγκράτεια mastery over fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)