Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

καπήλισσα

См. также в других словарях:

  • καπήλισσαν — καπήλισσα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπηλίς — και κάπηλις, ἡ (A, AM και καπήλισσα) [κάπηλος] (θηλ. τού κάπηλος) η γυναίκα που διηύθυνε καπηλειό ή εργαζόταν σε καπηλειό αρχ. (στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Καπηλίδες τίτλος έργου τού Θεοπόμπου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»