Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

καμψί-πους

См. также в других словарях:

  • κερατόπους — κερατόπους, οδος, ὁ (Α) αυτός που έχει οπλές στα πόδια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + πους (< πούς), πρβλ. καμψί πους, ωκύ πους] …   Dictionary of Greek

  • κλείπους — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κόσμος τις τοῡ καλουμένου γείσους». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. κλει (απαθής βαθμίδα τής ρίζας τού κλίνω, πρβλ. κλειτύς) + πούς (< πούς), πρβλ. αερσί πους, καμψί πους)] …   Dictionary of Greek

  • κρατησίπους — κρατησίπους, ουν (Α) αυτός που νικά σε αγώνα δρόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < κρατησι (< κρατῶ) + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. καλλί πους, καμψί πους] …   Dictionary of Greek

  • σαράπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α στραβοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σαίρω «σκουπίζω» + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. καμψί πους, πλατύ πους] …   Dictionary of Greek

  • καμψίπους — καμψίπους, ουν (Α) 1. αυτός που τρέχοντας κάμπτει το πόδι, δηλ. που τρέχει γρήγορα, ταχύς, ταχύπους 2. (κατά δ. ερμ.) αυτός που λυγίζει τα πόδια κάποιου, δηλ. που καταβάλλει, που ταπεινώνει κάποιον («νῡν δὲ τρέω μὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς» και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»