-
1 καμπύλη
καμπύληcrooked staff: fem nom /voc sg (attic epic ionic)καμπύλοςbent: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————καμπύληcrooked staff: fem dat sg (attic epic ionic)καμπύλοςbent: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 καμπύλη
-
3 καμπυλη
-
4 καμπύλη
καμπύλη, ἡ, Krummstab, Hirtenstab -
5 καμπύλῃ
Βλ. λ. καμπύλη -
6 καμπύλη
η кривая (линия) -
7 καμπύλη
[камбили] ουσ θ линия (кривая). -
8 καμπύλη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμπύλη
-
9 καμπύλη
courbe -
10 καμπύλη
krzywa (f) rzecz. -
11 καμπύλη
1) křivka2) oblouk3) zakřivení -
12 καμπύλη
1) curve2) sweepΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καμπύλη
-
13 καμπύλαις
καμπύληcrooked staff: fem dat plκαμπύλοςbent: fem dat pl -
14 καμπύλην
καμπύληcrooked staff: fem acc sg (attic epic ionic)καμπύλοςbent: fem acc sg (attic epic ionic) -
15 καμπύλης
καμπύληcrooked staff: fem gen sg (attic epic ionic)καμπύλοςbent: fem gen sg (attic epic ionic) -
16 καμπύλα
καμπύλᾱ, καμπύληcrooked staff: fem nom /voc /acc dualκαμπύλᾱ, καμπύληcrooked staff: fem nom /voc sg (doric aeolic)καμπύλοςbent: neut nom /voc /acc plκαμπύλᾱ, καμπύλοςbent: fem nom /voc /acc dualκαμπύλᾱ, καμπύλοςbent: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
17 καμπύλας
καμπύλᾱς, καμπύληcrooked staff: fem acc plκαμπύλᾱς, καμπύληcrooked staff: fem gen sg (doric aeolic)καμπύλᾱς, καμπύλοςbent: fem acc plκαμπύλᾱς, καμπύλοςbent: fem gen sg (doric aeolic) -
18 καμπύλος
-
19 ανιών
ούσα, όν в разн. знач восходящий;ανιών ήλιος — восходящее солнце;
ανιούσα τάξη — восходящий класс, класс, находящийся на подъёме;
ανιόντες (συγγενείς) родственники по восходящей линии;ανιούσα κλίμακα муз. — восходящая гамма;
ανιούσα πρόοδος (καμπύλη) мат. — восходящая прогрессия (кривая)
-
20 γραμμή
η 1.1) прям., перен. линия;ευθεία (καμπύλη) γραμμή — прямая (кривая) линия;
οροθετική γραμμή — демаркационная линия, граница;
γραμμή του ορίζοντος — линия горизонта;
αμυντική (σκοπευτική) γραμμή — линия обороны (прицела);
γραμμή του πυρός — линия огня;
λευκή γραμμή анат. — белая линия;
χαράσσω γραμμές — линовать;
2) черта, штрих;πλ. контур, очертание;τραβώ μιά γραμμή — провести черту;
3) строка;4) ряд, строй, шеренга;βάζω στη γραμμή — выстраивать в одну линию, ставить в ряд;
μπαίνω στη γραμμή — вставить в строй, строиться;
πυκνώνω τίς γραμμές — воен, а) сомкнуть ряды; — б) вступать в ряды;
5) линия, путь;γραμμή σιδηροδρομική (τροχιοδρομική) — железнодорожная (трамвайная) линия;
ατμοπλοϊκή — пароходное сообщение;αεροπορική γραμμή — авиалиния;
γραμμή διανομής ηλεκτρ;
κου ρεύματος линия электропередачи;εγκαθιστώ τηλεγραφική γραμμή — проводить телеграфную линию;
δεν μού έδωσαν γραμμή στο τηλέφωνο — меня не соединили по телефону;
6) перен. линия, направление; курс;γενική γραμμή τού κόμματος — генерёльная линия партии;
7) качество, достоинство, ценность;κρασί πρώτης γραμμης — вино высшего качества;
§ πλοία της γραμμής — с) линейные корабли; — б) рейсовые суда;
σώμα με ωραίες γραμμές — стройная фигура;
σε γενικές γραμμές — или εν γενικαίς γραμμαίς — сжато, в общих чертах;
αναγινώσκω μεταξύ των γραμμών — или διαβάζω ανάμεσα στίς γραμμές — читать между строк;
συσφίγγω ( — или συσπειρώνω) τίς γραμμές — сплачивать ряды;
2. επίρρ.1) прямо;πάω ( — или τραβάω) γραμμή στο σπίτι — идти прямо домой;
2) подряд; по порядку;τα παίρνω όλα ( — или τούς παίρνω όλους) γραμμ — брать всё подряд, без раэбора
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καμπύλη — crooked staff fem nom/voc sg (attic epic ionic) καμπύλος bent fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπύλῃ — καμπύλη crooked staff fem dat sg (attic epic ionic) καμπύλος bent fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπύλη — Ο όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του όρου γραμμή και όχι ως προσδιοριστικό του είδους της γραμμής που μελετάται. Κ. νοείται το σύνολο των θέσεων ενός σημείου που κινείται μέσα στον χώρο. Ειδικότερα, μια κ. μπορεί να είναι ευθεία είτε όχι,… … Dictionary of Greek
καμπύλη — η ενν. η λ. γραμμή θηλ. του επιθ. καμπύλος ως ουσ., η γραμμή που μεταβάλλει διεύθυνση χωρίς να σχηματίζει πουθενά γωνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κισσοειδής καμπύλη — Καμπύλη του επιπέδου γνωστή στην αρχαιότητα. Όπως αναφέρει ο Ευτόκιος στο βιβλίο του Περί Πυρείων, η κ.κ. οφείλεται στον Διοκλή (περ. 180 π.Χ.), γι’ αυτό και είναι γνωστή με την ονομασία κισσοειδής του Διοκλέους. Η κ.κ. χρησιμοποιήθηκε από τον… … Dictionary of Greek
ισανώμαλη καμπύλη — Καμπύλη γραμμή που συνδέει πάνω στον χάρτη όλους τους τόπους που παρουσιάζουν συνήθως την ίδια θερμική ανωμαλία, δηλαδή την απομάκρυνση της μέσης θερμοκρασίας καθενός από αυτούς τους τόπους από την κανονική θερμοκρασία του αντίστοιχου κύκλου… … Dictionary of Greek
αλυσοειδής καμπύλη — Ονομάζεται έτσι η καμπύλη του επιπέδου με σχήμα της αυτό που παίρνει ένα ομοιογενές, ευλύγιστο και ανέκτατο νήμα, που κρέμεται ελεύθερα στο πεδίο της βαρύτητας από τα δύο του άκρα (φυσικά, τα σημεία στήριξης των άκρων του έχουν απόσταση μικρότερη … Dictionary of Greek
αλγεβρική καμπύλη — Βλ. λ. καμπύλη … Dictionary of Greek
εφαπτομενοειδής καμπύλη — Η γραφική παράσταση της συνάρτησης ψ = εφχ (βλ. λ. εφαπτομένη) σε ένα σύστημα ορθογώνιων καρτεσιανών συντεταγμένων. Η ε.κ. αποτελείται από άπειρες ξεχωριστές όμοιες καμπύλες, οι οποίες λαμβάνονται η μία από την άλλη με παράλληλη μετατόπιση προς… … Dictionary of Greek
κυκλοειδής — Καμπύλη που γράφεται από σημείο κείμενο σε περιφέρεια κύκλου, όταν η περιφέρεια μετακινείται, χωρίς να ολισθαίνει, πάνω σε ευθεία· κάθε καμπύλη του επιπέδου που παράγεται ως εξής: έστω σε ένα επίπεδο Ε μια καμπύλη Γ, ένας κύκλος του Κ εφαπτόμενος … Dictionary of Greek
ισόθερμος — Καμπύλη που συνδέει τα σημεία της Γης όπου οι μεταβολές της θερμοκρασίας του αέρα είναι οι ίδιες σε ορισμένη χρονική στιγμή. * * * η, ο, θηλ. και ος 1. αυτός που έχει την ίδια θερμοκρασία με κάποιον άλλο 2. φυσ. (για μετατροπή καταστάσεων) αυτή… … Dictionary of Greek