-
1 křivka
καμπύλη -
2 krzywa
καμπύλη -
3 kavis
καμπύλη, τόξο, καμπυλότητα -
4 диаграмма
το διάγραμμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > диаграмма
-
5 конхоида
мат. η κογχοειδής καμπύλη, η καμπύλη του Νικομήδη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > конхоида
-
6 линия
η γραμμ/ήавтоматическая маш. - αυτόματη -атмосферная (тепл.) ατμοσφαιρική -базисная мат. - βάσηςбесконечная мат. - άπειρη -- внутренней связи (тлф.) το κύκλωμα της εσωτερικής επικοινωνίαςвходная вчт. - εισαγωγής- движения (частиц электрона и т.п.) - κίνησηςдиаметральная - дока мор. διαμήκης - της δεξαμενήςизмерительная (элн.) - μέτρησηςискусственная эл. - τεχνητή -килевая мор. - της τρόπιδαςконтактная эл. - επαφήςконтрольная (геод.) - ελέγχουмеридианная ο μεσημβρινός, μεσημβρινή -несимметричная свз. - ασύμμετρη -- погружения предельная мор. - φόρτωσης, μέγιστηпунктирная - διακεκομμένη -, εστιγμένη -- ισχύος- σύνδεσηςтеоретическая - мор. θεωρητική -упругая - (сопр.) ελαστική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > линия
-
7 адиабата
η αδιάθερμος/αδιαβατική καμπύλη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > адиабата
-
8 горизонталь
1. (линия, параллельная плоскости горизонта) η γραμμή παράλληλη στον ορίζοντα, η οριζόντια γραμμή 2. (геод., карт.) η ισοϋψής καμπύληпроводить - χαράζω την -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > горизонталь
-
9 граф
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > граф
-
10 движение
1. (мех., физ., эк.) η κίνησηбеспорядочное - ακανόνιστη -, τυχαία -вихревое - στροβι-λώδης/στροβιλωειδής -замедленное - επιβραδυνομένη -, η επιβράδυνση-капитала фин. - του κεφαλαίουколебательное - της ταλάντωσης, η ταλάντωσηнисходящее - καθοδική -, η κάθοδοςобратное мех. - ανάστροφη -, αντίστροφη -попятное - астр. η οπισθοβατική φορά- против часовой стрелки - εναντίον της φοράς των δεικτών του ωρολογίου, αριστερόστροφη -прямое астр. ορθή -суточное - астр. η ημερήσια μεταβολή2. (перемещение элементов машин, механизмов) η διαδρομή, η κίνηση, η πορεία- вверх ανοδική -, η άνοδοςвидимое - φαινόμενη -, φαινομενική -- вниз καθοδική -, η κάθοδοςкругообразное - см. круговращательное -3. (приведение в движение) η πρόωση, η προώθησηракетное - η πυραυλική προώθηση ^(общественное) το κίνημα5. (транспорта) η κίνηση, η κυκλοφορίαрасписание - я ο πίνακας των δρομολογίων (τρένων, πλοίων)однопутное - см. одностороннее -одностороннее - μιας κατεύθυνσης, ο μονόδρομος- τράνζιτ6. мор. το συγκρότημα εμβόλου, βάκτρου, σταυρού και διωστήρα 7. (жидкости, газов) η ροή, η κυκλοφορίαбезвихревое - ήρεμη -, παράλληλη -ламинарное - γραμμική -, νηματική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > движение
-
11 диакаустика
η (δια)καυστική καμπύλη (εκ της διάθλασης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диакаустика
-
12 завиток
1. мат. о έλιξ 2. маш. ο/η έλιξ, η καμπύλη 3. (в древесине) о όζος/ρόζος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завиток
-
13 закругление
1. (действие) η στρογγύλω-ση 2. (закруглённая часть чего-л.) η καμπύλη, το στρογγυλό τμήμα, η στρογγυλάδαη στρογγυλότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > закругление
-
14 излом
1. (поверхность, образующаяся после разрушения образца или изделия) η επιφάνεια θραύσηςблестящий - αστραφτερή -, γυαλιστερή -2. (поворот, изгиб) η καμπύλη, το τσάκισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > излом
-
15 изобара
(метео, геофиз.) η ισοβαρής καμπύλη, η γραμμή ίσων ατμοσφαιρικών πιέσεων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изобара
-
16 изотерма
(геогр., метео, физ.) η ισόθερμος (καμπύλη).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изотерма
-
17 изохромата
η ισοχρωματική καμπύλη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изохромата
-
18 колено
1. (изгиб) η καμπύλη, η γωνία 2. (часть ноги) το γόνατο 3 (поколение в родословной) η γενεά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колено
-
19 косекансоида
η καμπύλη συντέμνουσας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > косекансоида
-
20 косинусоида
η συνημιτονοειδής καμπύληРусско-греческий словарь научных и технических терминов > косинусоида
См. также в других словарях:
καμπύλη — crooked staff fem nom/voc sg (attic epic ionic) καμπύλος bent fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπύλῃ — καμπύλη crooked staff fem dat sg (attic epic ionic) καμπύλος bent fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπύλη — Ο όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του όρου γραμμή και όχι ως προσδιοριστικό του είδους της γραμμής που μελετάται. Κ. νοείται το σύνολο των θέσεων ενός σημείου που κινείται μέσα στον χώρο. Ειδικότερα, μια κ. μπορεί να είναι ευθεία είτε όχι,… … Dictionary of Greek
καμπύλη — η ενν. η λ. γραμμή θηλ. του επιθ. καμπύλος ως ουσ., η γραμμή που μεταβάλλει διεύθυνση χωρίς να σχηματίζει πουθενά γωνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κισσοειδής καμπύλη — Καμπύλη του επιπέδου γνωστή στην αρχαιότητα. Όπως αναφέρει ο Ευτόκιος στο βιβλίο του Περί Πυρείων, η κ.κ. οφείλεται στον Διοκλή (περ. 180 π.Χ.), γι’ αυτό και είναι γνωστή με την ονομασία κισσοειδής του Διοκλέους. Η κ.κ. χρησιμοποιήθηκε από τον… … Dictionary of Greek
ισανώμαλη καμπύλη — Καμπύλη γραμμή που συνδέει πάνω στον χάρτη όλους τους τόπους που παρουσιάζουν συνήθως την ίδια θερμική ανωμαλία, δηλαδή την απομάκρυνση της μέσης θερμοκρασίας καθενός από αυτούς τους τόπους από την κανονική θερμοκρασία του αντίστοιχου κύκλου… … Dictionary of Greek
αλυσοειδής καμπύλη — Ονομάζεται έτσι η καμπύλη του επιπέδου με σχήμα της αυτό που παίρνει ένα ομοιογενές, ευλύγιστο και ανέκτατο νήμα, που κρέμεται ελεύθερα στο πεδίο της βαρύτητας από τα δύο του άκρα (φυσικά, τα σημεία στήριξης των άκρων του έχουν απόσταση μικρότερη … Dictionary of Greek
αλγεβρική καμπύλη — Βλ. λ. καμπύλη … Dictionary of Greek
εφαπτομενοειδής καμπύλη — Η γραφική παράσταση της συνάρτησης ψ = εφχ (βλ. λ. εφαπτομένη) σε ένα σύστημα ορθογώνιων καρτεσιανών συντεταγμένων. Η ε.κ. αποτελείται από άπειρες ξεχωριστές όμοιες καμπύλες, οι οποίες λαμβάνονται η μία από την άλλη με παράλληλη μετατόπιση προς… … Dictionary of Greek
κυκλοειδής — Καμπύλη που γράφεται από σημείο κείμενο σε περιφέρεια κύκλου, όταν η περιφέρεια μετακινείται, χωρίς να ολισθαίνει, πάνω σε ευθεία· κάθε καμπύλη του επιπέδου που παράγεται ως εξής: έστω σε ένα επίπεδο Ε μια καμπύλη Γ, ένας κύκλος του Κ εφαπτόμενος … Dictionary of Greek
ισόθερμος — Καμπύλη που συνδέει τα σημεία της Γης όπου οι μεταβολές της θερμοκρασίας του αέρα είναι οι ίδιες σε ορισμένη χρονική στιγμή. * * * η, ο, θηλ. και ος 1. αυτός που έχει την ίδια θερμοκρασία με κάποιον άλλο 2. φυσ. (για μετατροπή καταστάσεων) αυτή… … Dictionary of Greek