Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καμινώδης

См. также в других словарях:

  • καμινώδης — καμινώδης, ῶδες (Α) όμοιος με καμίνι, πολύ θερμός («καμινώδεις ἐχούσας ἀναπνοάς», Στράβ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + ώδης] …   Dictionary of Greek

  • καμινώδεις — καμινώδης like an oven masc/fem acc pl καμινώδης like an oven masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»