Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καμινευτής

См. также в других словарях:

  • καμινευτής — ο θηλ. καμινεύτρια (Α καμινευτής, θηλ. καμινεύτρια) [καμινεύω] αυτός που εργάζεται σε καμίνι, θερμαστής, εργάτης καμινιού, καμινάρης αρχ. επιγρ. ιερατικό αξίωμα στην Όστια τής Ιταλίας …   Dictionary of Greek

  • καμινευτής — ο εργάτης του καμινιού, θερμαστής: Κάποτε ήταν καμινευτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμινάρης — (I) και καμινάς, ο (Μ καμινάρης) αυτός που εργάζεται σε καμίνι, εργάτης, καμινιού, καμινευτής μσν. αυτός που ανάβει το καμίνι τού λουτρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμίνι + κατάλ. άρης*]. (II) ο (Μ καμινάρης) το αξίωμα που είχε ο επί τού φόρου τών… …   Dictionary of Greek

  • καμινευτήρας — ο (Α καμινευτήρ, θηλ. καμινεύτρια) 1. καμινευτής*, καμινάρης 2. συσκευή που παράγει κατευθυνόμενη φλόγα υψηλής θερμοκρασίας με καύση αέριου μίγματος, αλλ. καμινευτικός αυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμινεύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. καμπ τήρ, κρα τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • καμινεύτρια — η (Α καμινεύτρια) θηλ. τού καμινευτής* …   Dictionary of Greek

  • καμινιάρης — ο [καμίνι] καμινευτής*, καμινάρης …   Dictionary of Greek

  • καμινευταί — καμῑνευταί , καμινευτής masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμινευτήν — καμῑνευτήν , καμινευτής masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»