-
1 καμινευτης
-
2 καμῑνευτής
καμῑνευτής, ὁ, dasselbe; Luc. sacrific. 6 stellt ihn zusammen mit βάναυσος καὶ χαλκεὺς καὶ πυρίτης. S. καμινεύς.
-
3 καμινευτής
ο см. καμινάρης -
4 καμινευτής
A = καμινεύς, PPetr.3p.173 (dub., iii B.C.), Luc.Sacr.6.II title of priests at Ostia, IG14.914.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμινευτής
-
5 καμινευταί
καμῑνευταί, καμινευτήςmasc nom /voc pl -
6 καμινευτήν
καμῑνευτήν, καμινευτήςmasc acc sg (attic epic ionic) -
7 паяльный
επ.συγκολλητικός, της συγκόλλησης•-ая лампа λυχνία (λάμπα) συγκόλλησης•
-ая трубка καμινευτής αυλός συγκόλλησης, το μπεκ.
-
8 ἀρχικαμινευτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχικαμινευτής
-
9 καμῑνευτήρ
καμῑνευτήρ, ῆρος, ὁ, u. καμῑνευτής, ὁ, der Feuerarbeiter; αὐλός, Schmelz-, Lötrohr -
10 κάμῑνος
κάμῑνοςGrammatical information: f. (cf. Schwyzer-Debrunner 34 n. 2; -η pap. VIp)Derivatives: (all rare, most late): Diminutive καμίνιον (Gp., Olymp. Alch.). Other subst.: καμινὼ γρηῦς `furnace-woman' (σ 27; Chantraine Formation 116); καμινεύς name of a artisan working at a furnace, e.g. `smith' or `potter' (D. S.; Boßhardt Die Nomina auf - ευς 76); καμινίων `id.' (Tegea IIp); καμινίτης ἄρτος (Philistion ap. Ath.; Redard Les noms grecs en - της 89). Adj.: καμίνιος `belonging to the furnace' (Thphr.); καμιναῖος `id.' (Ezek.) with καμιναία = κάμινος (LXX; cf. Chantraine 86); καμινώδης `furnace-like' (Str.). Verb καμινεύω `burn, smelt in a furnace' (Arist., Thphr., Str.) with καμινευτής = καμινεύς (Pap. IIIa, Luk.), καμινευτήρ ( αὑλός) `pair of ballows in a smithy' (AP), f. - εύτρια (Aristarch.), καμινεία (- ία) `burning, smelting' (Thphr., Gal.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Technical loan of unknown origin (on the formation Schwyzer 491, Chantraine 205). The comparison with καμάρα (Prellwitz, Bq.) has little sense; that with OCS kamy `stone' (Hirt Ablaut 137, Falk-Torp Wb. s. kamin) is possible (Geramb WuS 9, 28); is the loan from the north or the east? (WP. 1, 349, Pok. 525). - From κάμινος Lat. camīnus with MHG kamin etc. (W.-Hofmann s. v.; s. also Vasmer Russ. et. Wb. s. kómin). - -ῑν- is a Pre=Greek suffix.Page in Frisk: 1,772Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάμῑνος
См. также в других словарях:
καμινευτής — ο θηλ. καμινεύτρια (Α καμινευτής, θηλ. καμινεύτρια) [καμινεύω] αυτός που εργάζεται σε καμίνι, θερμαστής, εργάτης καμινιού, καμινάρης αρχ. επιγρ. ιερατικό αξίωμα στην Όστια τής Ιταλίας … Dictionary of Greek
καμινευτής — ο εργάτης του καμινιού, θερμαστής: Κάποτε ήταν καμινευτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καμινάρης — (I) και καμινάς, ο (Μ καμινάρης) αυτός που εργάζεται σε καμίνι, εργάτης, καμινιού, καμινευτής μσν. αυτός που ανάβει το καμίνι τού λουτρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμίνι + κατάλ. άρης*]. (II) ο (Μ καμινάρης) το αξίωμα που είχε ο επί τού φόρου τών… … Dictionary of Greek
καμινευτήρας — ο (Α καμινευτήρ, θηλ. καμινεύτρια) 1. καμινευτής*, καμινάρης 2. συσκευή που παράγει κατευθυνόμενη φλόγα υψηλής θερμοκρασίας με καύση αέριου μίγματος, αλλ. καμινευτικός αυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμινεύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. καμπ τήρ, κρα τήρ)] … Dictionary of Greek
καμινεύτρια — η (Α καμινεύτρια) θηλ. τού καμινευτής* … Dictionary of Greek
καμινιάρης — ο [καμίνι] καμινευτής*, καμινάρης … Dictionary of Greek
καμινευταί — καμῑνευταί , καμινευτής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμινευτήν — καμῑνευτήν , καμινευτής masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)