-
1 καμινευω
-
2 καμῑνεύω
καμῑνεύω, im Ofen schmelzen, löthen u. dgl., im Feuer arbeiten; σίδηρος καμινευόμενος Strab. V, 224; λίϑος, γύψος, Theophr.
-
3 καμῑνεύω
καμῑνεύω, im Ofen schmelzen, löten u. dgl., im Feuer arbeiten -
4 καμινεύω
μετ.1) выплавлять; 2) обжигать (известь, кирпичи и т. п.) -
5 καμινεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμινεύω
-
6 καμινευόντων
καμῑνευόντων, καμινεύωheat in a furnace: pres part act masc /neut gen plκαμῑνευόντων, καμινεύωheat in a furnace: pres imperat act 3rd pl -
7 εκαμίνευεν
-
8 ἐκαμίνευεν
-
9 καμινευθείς
καμῑνευθείς, καμινεύωheat in a furnace: aor part pass masc nom /voc sg -
10 καμινευομένης
καμῑνευομένης, καμινεύωheat in a furnace: pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) -
11 καμινευομένου
καμῑνευομένου, καμινεύωheat in a furnace: pres part mp masc /neut gen sg -
12 καμινευόμενος
καμῑνευόμενος, καμινεύωheat in a furnace: pres part mp masc nom sg -
13 καμινεύειν
καμῑνεύειν, καμινεύωheat in a furnace: pres inf act (attic epic) -
14 καμινεύοντες
καμῑνεύοντες, καμινεύωheat in a furnace: pres part act masc nom /voc pl -
15 спекать
ρ.δ.μ. καίω, καμινεύω (μέχρι συγκόλλησης των τεμαχίων).υπερθερμαίνομαι (μέχρι συγκόλλησης). -
16 κάμῑνος
κάμῑνοςGrammatical information: f. (cf. Schwyzer-Debrunner 34 n. 2; -η pap. VIp)Derivatives: (all rare, most late): Diminutive καμίνιον (Gp., Olymp. Alch.). Other subst.: καμινὼ γρηῦς `furnace-woman' (σ 27; Chantraine Formation 116); καμινεύς name of a artisan working at a furnace, e.g. `smith' or `potter' (D. S.; Boßhardt Die Nomina auf - ευς 76); καμινίων `id.' (Tegea IIp); καμινίτης ἄρτος (Philistion ap. Ath.; Redard Les noms grecs en - της 89). Adj.: καμίνιος `belonging to the furnace' (Thphr.); καμιναῖος `id.' (Ezek.) with καμιναία = κάμινος (LXX; cf. Chantraine 86); καμινώδης `furnace-like' (Str.). Verb καμινεύω `burn, smelt in a furnace' (Arist., Thphr., Str.) with καμινευτής = καμινεύς (Pap. IIIa, Luk.), καμινευτήρ ( αὑλός) `pair of ballows in a smithy' (AP), f. - εύτρια (Aristarch.), καμινεία (- ία) `burning, smelting' (Thphr., Gal.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Technical loan of unknown origin (on the formation Schwyzer 491, Chantraine 205). The comparison with καμάρα (Prellwitz, Bq.) has little sense; that with OCS kamy `stone' (Hirt Ablaut 137, Falk-Torp Wb. s. kamin) is possible (Geramb WuS 9, 28); is the loan from the north or the east? (WP. 1, 349, Pok. 525). - From κάμινος Lat. camīnus with MHG kamin etc. (W.-Hofmann s. v.; s. also Vasmer Russ. et. Wb. s. kómin). - -ῑν- is a Pre=Greek suffix.Page in Frisk: 1,772Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάμῑνος
См. также в других словарях:
καμινεύω — (Α καμινεύω) [κάμινος] λειώνω σε κάμινο, κατεργάζομαι μέταλλο ή άλλη ύλη σε καμίνι («σίδηρος καμινευόμενος», Στράβ.) … Dictionary of Greek
καμινεύω — καμίνευσα, καμινεύτηκα, καμινευμένος, λιώνω μετάλλευμα στο καμίνι, ανθρακοποιώ ξύλα, ασβεστοποιώ πέτρες: Καμινεύει μέταλλα από το πρωί ως το βράδυ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καμινευόντων — καμῑνευόντων , καμινεύω heat in a furnace pres part act masc/neut gen pl καμῑνευόντων , καμινεύω heat in a furnace pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαμίνευτος — η, ο [καμινεύω] (για κεραμίδια, πήλινα, ορυκτά) εκείνος που δεν έχει ψηθεί αρκετά στο καμίνι, άψητος ή μισοψημένος, αφούρνιστος ή μισοφουρνισμένος … Dictionary of Greek
ανακαμινεύω — ενεργώ νέα καμίνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + καμινεύω. ΠΑΡ. ανακαμίνευση. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κων. Μητσόπουλο, φυσιοδίφη] … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
καμίνευμα — το [καμινεύω] η κατεργασία τού μετάλλου σε κάμινο η πύρωση ή τήξη μιας ύλης σε καμίνι, η ανθρακοποίηση ξύλων, η ασβεστοποίηση λίθων κ.λπ … Dictionary of Greek
καμίνευση — η [καμινεύω] η κατεργασία μεταλλευμάτων ή άλλων υλικών σε κάμινο, το καμίνευμα … Dictionary of Greek
καμινεία — η (Α καμινεία) [καμινεύω] η εργασία που γίνεται με το χωνευτικό καμίνι, καμίνευση* … Dictionary of Greek
καμινευτήρας — ο (Α καμινευτήρ, θηλ. καμινεύτρια) 1. καμινευτής*, καμινάρης 2. συσκευή που παράγει κατευθυνόμενη φλόγα υψηλής θερμοκρασίας με καύση αέριου μίγματος, αλλ. καμινευτικός αυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμινεύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. καμπ τήρ, κρα τήρ)] … Dictionary of Greek
καμινευτής — ο θηλ. καμινεύτρια (Α καμινευτής, θηλ. καμινεύτρια) [καμινεύω] αυτός που εργάζεται σε καμίνι, θερμαστής, εργάτης καμινιού, καμινάρης αρχ. επιγρ. ιερατικό αξίωμα στην Όστια τής Ιταλίας … Dictionary of Greek