-
1 καμιναία
καμιναίᾱ, καμιναίαfurnace: fem nom /voc /acc dualκαμιναίᾱ, καμιναίαfurnace: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)καμιναίᾱ, καμιναῖοςof: fem nom /voc /acc dualκαμιναίᾱ, καμιναῖοςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————καμιναίᾱͅ, καμιναίαfurnace: fem dat sg (attic doric aeolic)καμιναίᾱͅ, καμιναῖοςof: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 καμιναίᾳ
Βλ. λ. καμιναία -
3 καμιναία
-
4 καμιναία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμιναία
-
5 καμιναίας
καμιναίᾱς, καμιναίαfurnace: fem acc plκαμιναίᾱς, καμιναίαfurnace: fem gen sg (attic doric aeolic)καμιναίᾱς, καμιναῖοςof: fem acc plκαμιναίᾱς, καμιναῖοςof: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 καμιναίαν
καμιναίᾱν, καμιναίαfurnace: fem acc sg (attic doric aeolic)καμιναίᾱν, καμιναῖοςof: fem acc sg (attic doric aeolic) -
7 κάμῑνος
κάμῑνοςGrammatical information: f. (cf. Schwyzer-Debrunner 34 n. 2; -η pap. VIp)Derivatives: (all rare, most late): Diminutive καμίνιον (Gp., Olymp. Alch.). Other subst.: καμινὼ γρηῦς `furnace-woman' (σ 27; Chantraine Formation 116); καμινεύς name of a artisan working at a furnace, e.g. `smith' or `potter' (D. S.; Boßhardt Die Nomina auf - ευς 76); καμινίων `id.' (Tegea IIp); καμινίτης ἄρτος (Philistion ap. Ath.; Redard Les noms grecs en - της 89). Adj.: καμίνιος `belonging to the furnace' (Thphr.); καμιναῖος `id.' (Ezek.) with καμιναία = κάμινος (LXX; cf. Chantraine 86); καμινώδης `furnace-like' (Str.). Verb καμινεύω `burn, smelt in a furnace' (Arist., Thphr., Str.) with καμινευτής = καμινεύς (Pap. IIIa, Luk.), καμινευτήρ ( αὑλός) `pair of ballows in a smithy' (AP), f. - εύτρια (Aristarch.), καμινεία (- ία) `burning, smelting' (Thphr., Gal.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Technical loan of unknown origin (on the formation Schwyzer 491, Chantraine 205). The comparison with καμάρα (Prellwitz, Bq.) has little sense; that with OCS kamy `stone' (Hirt Ablaut 137, Falk-Torp Wb. s. kamin) is possible (Geramb WuS 9, 28); is the loan from the north or the east? (WP. 1, 349, Pok. 525). - From κάμινος Lat. camīnus with MHG kamin etc. (W.-Hofmann s. v.; s. also Vasmer Russ. et. Wb. s. kómin). - -ῑν- is a Pre=Greek suffix.Page in Frisk: 1,772Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάμῑνος
-
8 ῥομφαία
Grammatical information: f.Meaning: `great broad sword', after Phylarch. and Plu. Aem. 18 used by the Thracians (LXX, NT, J. a.o.); also = ' νυκτερίς, bat' (Cyran.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unclear; as so many names of weapons perh. (Thrac.) LW [loanword]. Formation perh. Greek as κεραία, καμιναία, αὑλαία a. other instrument names and concrete objects. Formally close is ῥομφεῖς ἱμάντες, οἷς ῥάπτεται τὰ ὑποδήματα H.; s. Bosshardt $ 228 w. n., where (with question mark) a noun *ῥομφή f. `curving, curvation, hook', to *ῥέμφω `curve' is supposed as basis of both ῥομφεῖς and ῥομφαία assuming a hypothetical change of meaning; rightly one reminds of ῥέμφος and ῥάμφος (s.v). Cf. W.-Hofmann on rumpus.Page in Frisk: 2,662Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥομφαία
См. также в других словарях:
καμιναία — καμιναίᾱ , καμιναία furnace fem nom/voc/acc dual καμιναίᾱ , καμιναία furnace fem nom/voc sg (attic doric aeolic) καμιναίᾱ , καμιναῖος of fem nom/voc/acc dual καμιναίᾱ , καμιναῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμιναίᾳ — καμιναίᾱͅ , καμιναία furnace fem dat sg (attic doric aeolic) καμιναίᾱͅ , καμιναῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμιναίας — καμιναίᾱς , καμιναία furnace fem acc pl καμιναίᾱς , καμιναία furnace fem gen sg (attic doric aeolic) καμιναίᾱς , καμιναῖος of fem acc pl καμιναίᾱς , καμιναῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμιναίαν — καμιναίᾱν , καμιναία furnace fem acc sg (attic doric aeolic) καμιναίᾱν , καμιναῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμιναίος — καμιναῑος, αία, ον (Α) 1. αυτός που αναφέρεται στο καμίνι ή προέρχεται από αυτό 2. το θηλ. ως ουσ. ή καμιναία η κάμινος, το καμίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + κατάλ. αῖος (πρβλ. θαλαμ αίος, καλαμ αίος)] … Dictionary of Greek