-
1 καιρία
καιρίᾱ, καίριοςin: fem nom /voc /acc dualκαιρίᾱ, καίριοςin: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)καιρίᾱ, καιρίαtape: fem nom /voc /acc dualκαιρίᾱ, καιρίαtape: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————καιρίᾱͅ, καίριοςin: fem dat sg (attic doric aeolic)καιρίᾱͅ, καιρίαtape: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 καιρία
καιρία, ἡ, -
3 καιρίᾳ
Βλ. λ. καιρία -
4 καίρια
καίριοςin: neut nom /voc /acc plκαίριοςin: neut nom /voc /acc pl -
5 καιρίας
καιρίᾱς, καίριοςin: fem acc plκαιρίᾱς, καίριοςin: fem gen sg (attic doric aeolic)καιρίᾱς, καιρίαtape: fem acc plκαιρίᾱς, καιρίαtape: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 καιρίαι
καιρίᾱͅ, καίριοςin: fem dat sg (attic doric aeolic)καιρίᾱͅ, καιρίαtape: fem dat sg (attic doric aeolic) -
7 καιρίαν
καιρίᾱν, καίριοςin: fem acc sg (attic doric aeolic)καιρίᾱν, καιρίαtape: fem acc sg (attic doric aeolic) -
8 καίρι'
καίρια, καίριοςin: neut nom /voc /acc plκαίρια, καίριοςin: neut nom /voc /acc plκαίριε, καίριοςin: masc voc sgκαίριε, καίριοςin: masc /fem voc sgκαίριαι, καίριοςin: fem nom /voc plκαίριαι, καιρίαtape: fem nom /voc pl -
9 καιριών
-
10 καιριῶν
-
11 καιρίαις
καίριοςin: fem dat plκαιρίαtape: fem dat pl -
12 καιρίη
καίριοςin: fem nom /voc sg (epic ionic)καιρίαtape: fem nom /voc sg (epic ionic) -
13 καιρίην
καίριοςin: fem acc sg (epic ionic)καιρίαtape: fem acc sg (epic ionic) -
14 καίριαι
καίριοςin: fem nom /voc plκαιρίαtape: fem nom /voc pl -
15 καιρός
καιρός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν.)1 fitting, right time (“u. a. der Sinn für das jeweils den Umständen Angemessene, Geschmack, Takt,” Fränkel, D & P, 509̆{14}: v. Bundy, 1. 18̆{44}; Barrett on Eur., Hipp., 386.)a νοῆσαι δὲ καιρὸς ἄριστος i. e. the fitting time is the best (time) to observe O. 13.48ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286
τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι καιρῷ σὺν ἀτρεκεῖ i. e. at exactly the right time P. 8.7ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν P. 9.78
ἀγαπατὰ δὲ καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς ἔργον ἕκαστον τῶν ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι N. 8.4
καιρὸν[ fr. 51f. b. μόχθος ἡσυχίαν φέρει καιρῷ καταβαίνων (“mit richtiger Wahl eingreifend,” Fränkel) Pae. 2.34 c. gen., opportunity, due season, chance for,ὁ μὰν πλοῦτος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρόν O. 2.54
ὧν ἔραται καιρὸν διδούς P. 1.57
πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών ( καιρόν to be understood ἀπὸ κοινοῦ, v. Radt, Mnem., 1966, 152̆{5}) N. 1.18Θεαρίων, τὶν δ' ἐοικότα καιρὸν ὄλβου δίδωσι N. 7.58
in phrases, κατὰ καιρόν, ἐν καιρῷ, opportunely, ( Χεῖρα)τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις I. 2.22
χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, θυμέ fr. 123. 1. εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 2. κατ]ὰ καιρὸν[ ?fr. 346a. 3. “ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” fr. 168. 6. also παρὰ καιρόν, inopportunely, ὀρθᾷ διακρίνειν φρενὶ μὴ παρὰ καιρὸν δυσπαλές (“Richtmaß,” Fränkel) O. 8.24τὸ καυχᾶσθαι παρὰ καιρὸν μανίαισιν ὑποκρέκει O. 9.38
τί κομπέω παρὰ καιρόν; P. 10.4b = τὰ καίρια, things timelyκαιρὸν εἰ φθέγξαιο P. 1.81
c frag. ἐν και]ρῷ P. Oxy. 2622. fr. 1. 1 ad ?fr. 346. -
16 καίριος
I (καιρός 11
) in Hom. always of Place, in or at the right place, hence of parts of the body, καίριον a vital part, Il.8.84, 326;ἐν καιρίῳ 4.185
;ὁ αὐχήν ἐστι τῶν καιρίων X.Eq.12.2
, cf. 8 ([comp] Sup.); of wounds, mortal, καιρίῃ (sc. πληγῇ)τετύφθαι Hdt.3.64
;πέπληγμαι καιρίαν πληγήν A.Ag. 1343
; καιρίας πληγῆς τυχεῖν ib. 1292, cf. X.Cyr.5.4.5; καιρίας (v.l. -ίους) ; ἔχειν τὴν καταφορὰν κ. Plb.2.33.3; butalso, grave, serious, νουσήματα, τρώματα, Hp.Morb.1.5: generally,καιριωτάτης τετευχέναι Χώρας Theol.Ar.44
.II of Time, in season, timely,εὕρισκε ταῦτα καιριώτατα εἶναι Hdt.1.125
, cf. Emp.111.6; Χρὴ λέγειν τὰ κ. A.Th.1, cf. Ch. 582; καίριοι συμφοραί ib. 1064;εἴ τι κ. λέγει S.Ant. 724
; δρᾶν, φρονεῖν τὰ κ., Id.Aj. 120, El. 228 (lyr.);καίριος σπουδή Id.Ph. 637
;- ωτέρα βουλή E.Heracl. 471
;κ. ἐνθύμημα X. HG4.5.4
; τὸ ἀεὶ κ. Id.Cyr.4.2.12, etc.; πρὸς τὸ κ., = καιρίως, S.Ph. 525; critical, αὐτὰ τὰ κ. ἔχων ἑκκαίδεκα (sc. ἔτη) AP12.22 (Scyth.); agreeing with the subject, καιρίαν δ' ἡμῖν ὁρῶ στείχουσαν Ἰοκάστην coming at the right time, S.OT 631;καίριος ἤλυθες E.El. 598
; καιρία (Dind. for καὶ δορία) πτώσιμος falling at the exact or fatal moment, A. Ag. 1122 (lyr.); τὰ κ. timely circumstances, opportunities, Th.4.10; emergencies, D.C.Fr.70.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καίριος
-
17 κειρία
-
18 μυραλοιφέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυραλοιφέω
-
19 πρωτοκαιρία
πρωτο-καιρία, ἡ,A favourable opportunity, POxy.1678.6 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτοκαιρία
-
20 συγγελάω
A laugh with, join in laughter, E.Fr.362.22, Hegesand.6, LXX Si.30.10; οἴνῳ καίρια ς. Call.Epigr.23.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγγελάω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καιρία — καιρίᾱ , καίριος in fem nom/voc/acc dual καιρίᾱ , καίριος in fem nom/voc sg (attic doric aeolic) καιρίᾱ , καιρία tape fem nom/voc/acc dual καιρίᾱ , καιρία tape fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιρίᾳ — καιρίᾱͅ , καίριος in fem dat sg (attic doric aeolic) καιρίᾱͅ , καιρία tape fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιρία — καιρία, ἡ (Α) [καίρος] σχοινί ή ταινία, κορδέλα που χρησιμεύει για περίδεση … Dictionary of Greek
καίρια — καίριος in neut nom/voc/acc pl καίριος in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χωρὶς τότ’ εἰπεῖν πολλὰ καὶ τὰ καίρια. — См. Много говорено, да мало сказано … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
καιρίας — καιρίᾱς , καίριος in fem acc pl καιρίᾱς , καίριος in fem gen sg (attic doric aeolic) καιρίᾱς , καιρία tape fem acc pl καιρίᾱς , καιρία tape fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιρίαι — καιρίᾱͅ , καίριος in fem dat sg (attic doric aeolic) καιρίᾱͅ , καιρία tape fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιρίαν — καιρίᾱν , καίριος in fem acc sg (attic doric aeolic) καιρίᾱν , καιρία tape fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καίρι' — καίρια , καίριος in neut nom/voc/acc pl καίρια , καίριος in neut nom/voc/acc pl καίριε , καίριος in masc voc sg καίριε , καίριος in masc/fem voc sg καίριαι , καίριος in fem nom/voc pl καίριαι , καιρία tape fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιριῶν — καιρία tape fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καίριος — α, ο (AM καίριος, ία, ον) [καιρός] 1. αυτός που γίνεται στην κατάλληλη στιγμή, επίκαιρος, εύστοχος, αποτελεσματικός («καίρια επέμβαση») 2. (για πληγή) επικίνδυνος, θανατηφόρος, θανάσιμος 3. το ουδ. ως ουσ. το καίριο(ν) μέρος ή όργανο τού σώματος… … Dictionary of Greek