-
1 καιρίας
καιρίᾱς, καίριοςin: fem acc plκαιρίᾱς, καίριοςin: fem gen sg (attic doric aeolic)καιρίᾱς, καιρίαtape: fem acc plκαιρίᾱς, καιρίαtape: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 καίριος
I (καιρός 11
) in Hom. always of Place, in or at the right place, hence of parts of the body, καίριον a vital part, Il.8.84, 326;ἐν καιρίῳ 4.185
;ὁ αὐχήν ἐστι τῶν καιρίων X.Eq.12.2
, cf. 8 ([comp] Sup.); of wounds, mortal, καιρίῃ (sc. πληγῇ)τετύφθαι Hdt.3.64
;πέπληγμαι καιρίαν πληγήν A.Ag. 1343
; καιρίας πληγῆς τυχεῖν ib. 1292, cf. X.Cyr.5.4.5; καιρίας (v.l. -ίους) ; ἔχειν τὴν καταφορὰν κ. Plb.2.33.3; butalso, grave, serious, νουσήματα, τρώματα, Hp.Morb.1.5: generally,καιριωτάτης τετευχέναι Χώρας Theol.Ar.44
.II of Time, in season, timely,εὕρισκε ταῦτα καιριώτατα εἶναι Hdt.1.125
, cf. Emp.111.6; Χρὴ λέγειν τὰ κ. A.Th.1, cf. Ch. 582; καίριοι συμφοραί ib. 1064;εἴ τι κ. λέγει S.Ant. 724
; δρᾶν, φρονεῖν τὰ κ., Id.Aj. 120, El. 228 (lyr.);καίριος σπουδή Id.Ph. 637
;- ωτέρα βουλή E.Heracl. 471
;κ. ἐνθύμημα X. HG4.5.4
; τὸ ἀεὶ κ. Id.Cyr.4.2.12, etc.; πρὸς τὸ κ., = καιρίως, S.Ph. 525; critical, αὐτὰ τὰ κ. ἔχων ἑκκαίδεκα (sc. ἔτη) AP12.22 (Scyth.); agreeing with the subject, καιρίαν δ' ἡμῖν ὁρῶ στείχουσαν Ἰοκάστην coming at the right time, S.OT 631;καίριος ἤλυθες E.El. 598
; καιρία (Dind. for καὶ δορία) πτώσιμος falling at the exact or fatal moment, A. Ag. 1122 (lyr.); τὰ κ. timely circumstances, opportunities, Th.4.10; emergencies, D.C.Fr.70.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καίριος
См. также в других словарях:
καιρίας — καιρίᾱς , καίριος in fem acc pl καιρίᾱς , καίριος in fem gen sg (attic doric aeolic) καιρίᾱς , καιρία tape fem acc pl καιρίᾱς , καιρία tape fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλίαρτος — I Γιος του Θέρσανδρου, εγγονός του Σίσυφου και αδελφός του Κορωνού και του Προίτου. Έχτισε την πόλη Αλίαρτο στη Βοιωτία, ενώ ο αδελφός του Κορωνός ίδρυσε την Κορώνεια. II Ονομασία δύο αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Βοιωτίας, στον δρόμο… … Dictionary of Greek
Γαέτα — (Gaeta). Τοπωνύμια στην ακτή της Ιταλικής χερσονήσου, προς την πλευρά του Τυρρηνικού πελάγους. 1. Κόλπος που απλώνεται ΝΑ του ακρωτηρίου Τσιρτσέο (αρχ. Κιρκαίον) και φτάνει μέχρι το ακρωτήριο Μιζένο (Μισηνόν). Στον κόλπο αυτό εκβάλλουν πολλοί… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Κεφαλληνός, Γιάννης — (Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος 1894 – Αθήνα 1957). Ζωγράφος και χαράκτης. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεοελληνικής χαρακτικής. Σε ηλικία 19 ετών μετέβη στη Γάνδη του Βελγίου, ξεκινώντας σπουδές ζωγραφικής. Συνέχισε την… … Dictionary of Greek
Σιταγροί — Πεδινός οικισμός (862 κάτ., υψόμ. 80 μ.), στην επαρχία Δράμας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 862 κάτ.). Στην περιοχή του Σ. βρίσκεται σπουδαίος προϊστορικός συνοικισμός που επισημάνθηκε και ερευνήθηκε στον… … Dictionary of Greek