-
1 αμαρτανω
(fut. ἁμαρτήσομαι - поздн. ἁμαρτήσω, aor. 1 ἡμάρτησα, aor. 2 ἡμαρτον - эп. тж. ἅμαρτον и ἤμβροτον)1) не попадать, промахиваться(τινός Hom., Plat.)
ἤμβροτες οὐδ΄ ἔτυχες Hom. — ты промахнулся, не попал;ἔγχεσι ἤμβροτον ἀλλήλων Hom. — оба они не попали друг в друга своими копьями;καιρίας πληγῆς ἁ. Xen. — не нанести смертельной раны2) отклоняться, сбиваться(τῆς ὁδοῦ Arph.)
ἁ. τἀληθέος Her. — погрешать против истины;οὔ τι νοήματος ἁ. ἐσθλοῦ Hom. — поступать во всем весьма разумно3) совершать промах, ошибаться(τι Hom., Aesch., Soph., Arph., περί τι и περί τινος Xen., Plat., ἔν τινι Thuc., Plat., τινί Eur., Plat. и ἐπί τι Arst.)
γνώμης ἁ. Her. — ошибаться в (своем) предположении;αὐτὸς ἐγὼ τόδε γ΄ ἤμβροτον Hom. — в этом я сам виноват;ἐλπίδων ἡμάρτομεν (pl. = sing.) Eur. — я обманулась в своих надеждах;ἁ. τοῦ χρησμοῦ Her. — ошибиться в оракуле, т.е. не понять его;τοῦ παντὸς ἁ. Plat., Plut. — совершить грубейшую ошибку;τὰ περὴ τέν πόλιν ἁμαρτανόμενα Xen. — политические ошибки;ἥ ἡμαρτημένη πολιτεία Plat., Arst. — неправильный (порочный) государственный строй;τὰ ἁμαρτηθέντα или τὰ ἡμαρτημένα Xen. — ошибки, промахи;ἥμαρτε χρηστὰ μωμένη Soph. — она совершила ошибку из хороших побуждений;τὰ τοῦδε μὲν πεπραγμέν΄ ἔσται, τἀμὰ δ΄ ἡμαρτημένα Soph. — его замыслы осуществятся, а мои потерпят крушение4) грешить, совершать проступок, провиниться(τι εἴς τινα Soph., Her., Thuc.)
οὐχ ἡμαρτηκώς Lys. — ни в чем не виновный5) терять, утрачивать, лишаться(ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς Hom.; ἁ. ἀλόχου Eur.)
6) упускать, не получатьἁ. τῆς Βοιωτίης Her. — не занять своевременно Беотию;
οὐκ εἰκὸς οὔτ΄ ἐμὲ ὑμῶν ἁμαρτεῖν τοῦτό γ΄ οὔθ΄ ὑμᾶς ἐμοῦ Soph. — несправедливо, чтобы в этом отказали вы мне или я вам7) оставлять без внимания, пренебрегатьἁ. δώρων Hom. — пренебрегать дарами, т.е. забывать приносить жертвы;
ξυμμαχίας ἁ. Aesch. — изменить долгу союзника
См. также в других словарях:
καιρίας — καιρίᾱς , καίριος in fem acc pl καιρίᾱς , καίριος in fem gen sg (attic doric aeolic) καιρίᾱς , καιρία tape fem acc pl καιρίᾱς , καιρία tape fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλίαρτος — I Γιος του Θέρσανδρου, εγγονός του Σίσυφου και αδελφός του Κορωνού και του Προίτου. Έχτισε την πόλη Αλίαρτο στη Βοιωτία, ενώ ο αδελφός του Κορωνός ίδρυσε την Κορώνεια. II Ονομασία δύο αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Βοιωτίας, στον δρόμο… … Dictionary of Greek
Γαέτα — (Gaeta). Τοπωνύμια στην ακτή της Ιταλικής χερσονήσου, προς την πλευρά του Τυρρηνικού πελάγους. 1. Κόλπος που απλώνεται ΝΑ του ακρωτηρίου Τσιρτσέο (αρχ. Κιρκαίον) και φτάνει μέχρι το ακρωτήριο Μιζένο (Μισηνόν). Στον κόλπο αυτό εκβάλλουν πολλοί… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Κεφαλληνός, Γιάννης — (Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος 1894 – Αθήνα 1957). Ζωγράφος και χαράκτης. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεοελληνικής χαρακτικής. Σε ηλικία 19 ετών μετέβη στη Γάνδη του Βελγίου, ξεκινώντας σπουδές ζωγραφικής. Συνέχισε την… … Dictionary of Greek
Σιταγροί — Πεδινός οικισμός (862 κάτ., υψόμ. 80 μ.), στην επαρχία Δράμας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 862 κάτ.). Στην περιοχή του Σ. βρίσκεται σπουδαίος προϊστορικός συνοικισμός που επισημάνθηκε και ερευνήθηκε στον… … Dictionary of Greek