-
1 κιθαρος
-
2 κίθαρος
-
3 κίθαρος
κίθαροςchest: masc nom sg -
4 κίθαρος
-
5 κίθαρος
κῐθαρ-ος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κίθαρος
-
6 χρῡσο-κίθαρος
χρῡσο-κίθαρος, mit goldener Cither, Suid.
-
7 κιθάρου
κίθαροςchest: masc gen sg -
8 κιθάρους
κίθαροςchest: masc acc pl -
9 κιθάρων
κίθαροςchest: masc gen pl -
10 κίθαροι
κίθαροςchest: masc nom /voc pl -
11 κίθαρον
κίθαροςchest: masc acc sg -
12 κιθάρα
-
13 μαρῖνος
-
14 κιθάρω
-
15 κιθάρῳ
-
16 κιθάρα
-
17 κιθάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιθάριον
-
18 χρυσοκίθαρις
χρῡσο-κίθᾰρις [κῐ],A with golden lyre, prob. in Tim.Pers. 215 ( χρυσεο- Pap.), cf. Hsch. s.v. χρυσάωρ; also [suff] χρῡσο-κίθᾰρος, Suid. s.v. χρυσάορον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοκίθαρις
-
19 κιθάρα
-
20 μαρῖνος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κίθαρος — κίθαρος, ὁ (Α) (δωρ. τ.) 1. ο θώρακας τού σώματος, το στήθος 2. είδος ψαριού τής Ερυθράς Θάλασσας, ιερού τού Απόλλωνος, αλλ. κιθαρωδός 3. επίσης είδος ψαριού τού Νείλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιθάρα. Το σχήμα τής κιθάρας οδήγησε στην παρομοίωση με τον… … Dictionary of Greek
κίθαρος — chest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθάρου — κίθαρος chest masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθάρους — κίθαρος chest masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθάρων — κίθαρος chest masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθάρῳ — κίθαρος chest masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίθαροι — κίθαρος chest masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίθαρον — κίθαρος chest masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… … Dictionary of Greek
κιθάριον — κιθάριον, τὸ (Α) υποκορ. του ψαριού κίθαρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίθαρος + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
κιθαργός — κιθαργός, ὁ (Μ) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κίθαρος] … Dictionary of Greek