-
1 χρῡσεό-πηνος
χρῡσεό-πηνος, = Vorigem (?).
-
2 χρῡσεό-στιλβος
χρῡσεό-στιλβος, goldglänzend, v. l. vom Folgdn.
-
3 χρῡσεό-στολμος
χρῡσεό-στολμος, poet. statt χρυσεόστολος, Aesch. δόμοι, Pers. 155.
-
4 χρῡσεό-στολος
χρῡσεό-στολος, goldgeschmückt, Eur. Herc. fur. 414, πέπλων φάρος.
-
5 χρῡσεό-τυπος
χρῡσεό-τυπος, = χρυσότυπος, κρᾶνος, Eur. El. 740.
-
6 χρῡσεό-ταρσος
χρῡσεό-ταρσος, mit goldenen Fersen, Füßen, Fittigen, Orph. Arg. 338.
-
7 χρῡσεό-τευκτος
χρῡσεό-τευκτος, = χρυσότευκτος; στέφανος Eur. Med. 984; Orph. H. 54, 18.
-
8 χρῡσεό-νωτος
χρῡσεό-νωτος, = χρυσόνωτος, ἀσπίς Eur. frg. Antig. 19.
-
9 χρῡσεό-κυκλος
χρῡσεό-κυκλος, mit goldnem Kreise, goldner Scheibe, φέγγος, von der Sonne, Eur. Phoen. 181.
-
10 χρῡσεό-καρπος
χρῡσεό-καρπος, = χρυσόκαρπος, Drac. p. 36.
-
11 χρῡσεό-κμητος
χρῡσεό-κμητος, aus Gold gearbeitet, Aesch. Ch. 608 ὅρμοι, v. l. χρυσεόδμητοι.
-
12 χρῡσεό-δμητος
χρῡσεό-δμητος, l. d. für χρυσεόκμητος.
-
13 χρῡσεό-μαλλος
χρῡσεό-μαλλος, = χρυσόμαλλος; ποίμνα Eur. El. 725; Orph. Arg. 1016.
-
14 χρῡσεο-πήνητος
χρῡσεο-πήνητος, mit goldenem Einschlagsfaden, mit Gold durchwirkt; φάρεα Eur. Or. 837; auch γραφίς Agath. 5 (V, 276).
-
15 χρῡσεο-πήληξ
χρῡσεο-πήληξ, ηκος, = χρυσοπήληξ, mit goldenem Helme; H. h. 7, 1; Callim. lav. Pall. 43.
-
16 χρῡσεο-στέφανος
χρῡσεο-στέφανος, = χρυσοστέφανος, Eur. Ion 1085, κόρα.
-
17 χρῡσεο-σάνδαλος
χρῡσεο-σάνδαλος, mit goldenen Sohlen, ἴχνος, Eur. Or. 1468 I. A. 1042.
-
18 χρῡσεο-φεγγής
χρῡσεο-φεγγής, ές, mit goldenem Scheine, Orph. frg. 7, 28.
-
19 χρῡσεο-φάλαρος
χρῡσεο-φάλαρος, mit goldenem Geschirr, Schmuck, ἵππος Eur. Troad. 520.
-
20 χρῡσεο-βόστρυχος
χρῡσεο-βόστρυχος, ον, = χρυσοβόστρυχος; Eur. Phoen. 198; Philem. bei Ath. XIII, 564 e.
См. также в других словарях:
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
ιόπλοκος — ἰόπλοκος, ον (Α) 1. ο πλεγμένος με ία 2. ο ιοπλόκαμος 3. επίθ. τού Βάκχου και τής Αφροδίτης 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἰόπλοκος ἰόπεπλος ἀπὸ τοῡ χρώματος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + πλοκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. κυανό πλοκος, χρυσεό πλοκος] … Dictionary of Greek
λυρόδμητος — λυρόδμητος, ον (Α) (ως επίθ. τών Θηβών) αυτός που οικοδομήθηκε με μουσική υπόκρουση λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + δμητος (< δέμω «οικοδομώ»), πρβλ. θεό δμητος, χρυσεό δμητος] … Dictionary of Greek
νεόδμητος — (I) η, ο (Α νεόδμητος και δωρ. τ. νεόδματος, ον) αυτός που οικοδομήθηκε πρόσφατα, νεόκτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δμητος (< θ. δμη / δμᾱ τού δέμω «χτίζω, οικοδομώ»), πρβλ. θεό δμητος, χρυσεό δμητος]. (II) νεόδμητος, ον (Α) 1. (για άλογα)… … Dictionary of Greek
σιδηρόπλοκος — ον, Α πλεγμένος με σίδηρο («σκέπασμα σιδηρόπλοκον», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + πλοκος (< πλέκω), πρβλ. χρυσεό πλοκος] … Dictionary of Greek
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek
χρυσεόδμητος — και δ. γρφ. χρυσεόκμητος, ον, Α (ποιητ. τ.) οικοδομημένος ή, γενικά, κατασκευασμένος από χρυσό («χρυσεοδμήτοισιν ὅρμοις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χρυσεόδμητος < χρυσεο (βλ. λ. χρυσ[ο] ) + δμητος (< δέμω «κατασκευάζω, οικοδομώ»), πρβλ. νεό… … Dictionary of Greek
χρυσεόκυκλος — ον, Α (ποιητ. τ.) (για τον ήλιο και τη σελήνη) αυτός που έχει χρυσό δίσκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσεο (βλ. λ. χρυσ[ο] ) + κύκλος (πρβλ. ἀργυρό κυκλος)] … Dictionary of Greek
χρυσεόσκαπτρος — ον, Α (δωρ. τ.) αυτός που κρατά χρυσό σκήπτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσεο (βλ. λ. χρυσ[ο] ) + σκαπτρος, δωρ. τ. τού σκηπτρος (< σκᾶπτρον, δωρ. τ. τού σκῆπτρον), πρβλ. φιλό σκηπτρος] … Dictionary of Greek
χρυσεόστιλβος — ον, Μ αυτός που λάμπει λόγω τού χρυσού που περιέχει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσεο (βλ. λ. χρυσ[ο] ) + στίλβω «γυαλίζω»] … Dictionary of Greek
χρυσεόστιλπνος — ον, Μ (ποιητ. τ.) (δ. γρφ.) χρυσεόστιλβος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσεο (βλ. λ. χρυσ[ο] ) + στιλπνός] … Dictionary of Greek