-
1 κέρατο
τό1) е разн. знач рог, рожок; 2) подлец, негодай; 3) своенравный человек; упрямец;κέρατο (βερνικωμένο) — упрямый, твердолобый человек;
§ βάζω (τα) κέρατα σε κάποιον — наставлять рога, изменять кому-л.
-
2 κέρατο
[керато] ουσ ο рог. -
3 κερατό-πους
κερατό-πους, ποδος, hornfüßig, Pan.
-
4 κερατό-φωνος
κερατό-φωνος, wie ein Horn tönend, κλαγγά, der Schall des Hornes, Telest. Ath. XIV, 637 a.
-
5 κερατο-ποιός
κερατο-ποιός, Horn bearbeitend, Sp.; das verb. κερατοποιέω, Hörner machen, Schol. Arat. 48.
-
6 κερατο-πλήκτωρ
κερατο-πλήκτωρ, ορος, ὁ, mit den Hörnern stoßend, Sp.
-
7 κερατο-φυέω
κερατο-φυέω, Hörner erzeugen, bekommen, Schol. Il. 3, 24 u. Ar. Equ. 1341.
-
8 κερατο-φυής
κερατο-φυής, ές, Hörner erzeugend, habend; Dionysos, Ath. XI, 476 a; κρόταφοι E. M. 541, 18.
-
9 κερατο-φορέω
κερατο-φορέω, = κεραςφορέω, Arist.
-
10 κερατο-φάγος
κερατο-φάγος, hornfressend, Hesych., ἴψ.
-
11 κερατο υργός
κερατο υργός, = κερατογλύφος, Schol. Il. 4, 110.
-
12 κερατο-ξόος
κερατο-ξόος, = κεραοξόος; Nonn. D. 3, 76 τέχνη.
-
13 κερατο-ειδής
κερατο-ειδής, ές, hornartig; χιτών, Hornhaut, Poll. 2, 70; Medic.; – ἦχος, von den durch die Nase gesprochenen Buchstaben μ u. ν, D. Hal. de C. V. 14; – hornförmig, τὸ κ. τῆς σελήνης Sp.
-
14 κερατο-γλύφος
κερατο-γλύφος, ὁ, Hornschnitzer, Schol. Il. 4, 110.
-
15 κερᾱτο-φόρος
κερᾱτο-φόρος, = κεραςφόρος; Arist. H. A. 2, 1 u. öfter; Opp. Cyn. 2, 489.
-
16 βερνικωμένο
(κέρατο) τό строптивый, своенравный человек; упрямая голова -
17 κερατοβάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερατοβάτης
-
18 κερατογλύφος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερατογλύφος
-
19 κερατοειδής
κερᾱτο-ειδής, ές,2 applied to a part of the coat, opp. λευκός, Ruf.Onom. 27, cf. Gal.UP10.3 (distinguishing cornea from sclera).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερατοειδής
-
20 κερατοποιέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερατοποιέω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κέρατο — το (Μ κέρατον) σκληρή απόφυση που αναπτύσσεται στο κεφάλι πολλών οπληφόρων θηλαστικών και έχει διάφορα σχήματα νεοελλ. 1. μτφ. καθετί που προεξέχει αντιαισθητικά 2. πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση που φέρνει δυσκολίες 3. το φανταστικό σημάδι τών… … Dictionary of Greek
κέρατο — το 1. σκληρή έκφυση που προεξέχει στην κεφαλή ορισμένων θηλαστικών: Πολλές γίδες έχουν κέρατα. 2. είδος πνευστού μουσικού οργάνου, κόρνο. 3. η φράση «του βάζει τα κέρατα», σημαίνει τον απατάει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κερατο(ειδο)επιπεφυκίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή τού κερατοειδούς και τού επιπεφυκότα ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. kerato conjunctivitis < kerato (πρβλ. κέρας, τος) + conjunctivitis, που αποδίδεται … Dictionary of Greek
κερατο(ειδο)μαλακία — η ιατρ. μαλάκυνση τού κερατοειδούς χιτώνα τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratomalacia < kerato (πρβλ. κέρας, τος) + malacia (πρβλ. μαλακία] … Dictionary of Greek
κερατο(ειδο)πλαστική — η ιατρ. χειρουργική επέμβαση που συνίσταται στην αντικατάσταση ενός τμήματος τού κερατοειδούς με τμήμα διαφανούς υγιούς κερατοειδούς που έχει ληφθεί από ανθρώπινο πτώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratoplasty < kerato (πρβλ. κέρας,… … Dictionary of Greek
κερατο(ειδο)σκοπία — η ιατρ. εξέταση τών μετατοπίσεων τής σκιάς τής κόρης τού ματιού, με σκοπό τον προσδιορισμό τού βαθμού τής διαθλαστικής ικανότητάς του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. keratoscopy < kerato (πρβλ. κέρας, τος) + scopy (πρβλ. σκοπία < σκόπος < … Dictionary of Greek
κερατο(ειδο)τόμος — ο ιατρ. πολύ λεπτό χειρουργικό μαχαιρίδιο που χρησιμοποιείται για την εκτέλεση τομής στον κερατοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratotome < kerato (πρβλ. κέρας, τος) + tome (πρβλ. τόμος < τόμος < τέμνω)] … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
ρινόκερος — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται πέντε είδη μεγάλων οπληφόρων θηλαστικών, της οικογένειας των Ρινοκεροντιδών, της τάξης των περιττοδάκτυλων*. Τα ζώα αυτά ανήκουν σε τέσσερα γένη, δύο από τα οποία ζουν στην Αφρική, Ν της Σαχάρας, και δύο… … Dictionary of Greek
αζιλαίος ή αζίλιος — Προϊστορικός πολιτισμός της ενδιάμεσης περιόδου (μεσολιθικής εποχής), μεταξύ παλαιολιθικής και νεολιθικής εποχής, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την παρουσία ιδιόμορφων επίπεδων εργαλείων από κέρατο ελαφιού και ζωγραφισμένων χαρακτηριστικά με ώχρα… … Dictionary of Greek
δυνάστης — (dynastes). Γένος μεγάλων σκαραβαίων της τροπικής Αμερικής. Ανήκει στην οικογένεια των σκαραβαιιδών και είναι το μεγαλύτερο απ’ όλα τα κολεόπτερα έντομα. Το έντομο αυτό παρουσιάζει έντονα χαρακτηριστικά φυλετικού διμορφισμού (βλ. λ.). Το αρσενικό … Dictionary of Greek