-
1 κατώ-φορος
κατώ-φορος, sich herunter, abwärts bewegend, Sp.
-
2 κατω-νακο-φόρος
κατω-νακο-φόρος, der eine κατωνάκη trägt; so hießen nach Theopomp. bei Ath. VI, 271 d die Sklaven der Sicyonier, die er mit den ἐπευνάκτοις der Spartaner vergleicht.
-
3 φορός
A bearing:I bringing on one's way, forwarding; of a wind, favourable,ἄνεμος Plb.1.60.6
, 31.15.8;πνεῦμα Str. 6.3.5
, D.S.14.55, etc.; so in neut. sense, tending, .2 metaph.,κύβος Luc.Sat.4
; πρὸς ὑγίειαν φ. conducive to health, Str.6.1.12;φορὰ καὶ συνεργὰ πρὸς ἀρετήν Plu.2.5c
.II productive, fruitful,γῆ Thphr.CP3.20.3
; of a woman, Hp.Mul.1.40: c. gen., M.Ant.8.15.III Adv. φορῶς, c. dat., conformably to,πλάττουσι ἴδια φ. τῇ κατασκευῇ τῆς δόξης Phld.Sign.38
; also πρὸς τὴν δόξαν ib.26;τρέπουσιν τὸ σωμάτιον φ. εἰς ἀρρωστίας Id.Ir.p.29W.
-
4 φορος
I.2[φέρω] несущий, влекущий, споспешествующий, попутный(ἄνεμος Polyb., Diod.; πνεῦμα Plut.)
φ. κάτω Arst. — тянущий вниз;φ. πρὸς ἀρετέν καὴ πρὸς εὐδαιμονίαν Plut. — ведущий к добродетели и к счастьюII.ὅ [φέρω]τοὺς φόρους τάττειν Isocr., Aeschin., Dem. — устанавливать налоги;
φόρον τάξασθαι Her. — наложить на себя, т.е. предложить дань2) уплата, платежδοῦναι χίλια τάλαντα κατὰ φόρους ἐν ἔτεσι δέκα Polyb. — уплатить тысячу талантов в рассрочку в течение десяти лет
3) произведение, плод(φόροι γᾶς Aesch.)
-
5 κατώφορος
κατώ-φορος, sich herunter, abwärts bewegend -
6 κατωνακοφόρος
κατω-νακο-φόρος, der eine κατωνάκη trägt; so hießen die Sklaven der Sicyonier -
7 подать
подать 1-и θ. παλ. φόρος ατομικός.подать 2ρ.σ.μ., παρλθ. χρ. подал, -ла, -ло; βλ. κλπ. γραμμ. στοιχεία ρ. дать.1. δίνω, προσφέρω•подать стул προσφέρω κάθισμα•
подать руку δίνω το χέρι.
|| (για πανωφόρι, γούνα κλπ.) δίνω βοηθώ να ντύσει.2. προσφέρω, σερβίρω•подать ужин σερβίρω το δείπνο•
подать кушанье на стол σερβίρω το φαγητό στο τραπέζι.
3. ελεώ, δίνω ελεημοσύνη•подать нищему δίνω ελεημοσύνη στο ζητιάνο.
4. παρέχω, φέρω, τροφοδοτώ.5. υποβάλλω•подать заявление υποβάλλω αίτηση•
рапорт υποβάλλω αναφορά•
подать в отставку υποβάλλω παραίτηση.
6. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω•подать бревно μετακινώ το κούτσουρο.
7. (αθλτ.) πασάρω, δίνω πάσα.8. (σε συνδυασμό με πολλά ουσ. αποδίδεται στα ελλη.νικά με ρ. που σχηματίζεται από το ουσιαστικό): подать весть ειδοποιώ•подать совет συμβουλεύω•
подать милости ελεώ.
9. παρασταίνω, απεικονίζω•автор -ал своих героев в реалистических тонах ο συγγραφέας απεικόνισε τους ήρωες του ρεαλιστικά.
εκφρ.подать голос – α) φωνάζω, ακούεται η φωνή μου φωνάζω παρών, β) ψηφίζω, δίνω την ψήφο•подать мысль – φέρω στο νου τη σκέψη• λέγω τη σκέψη• συμβουλεύω, ορμηνεύω•подать пример – δίνω το παράδειγμα•подать руку – α) δίνω το χέρι για χαιρετισμό, β) δίνω χέρι βοήθειας.1. υποκύπτω (κάτω από το βάρος, πίεση κ.τ.τ.). || μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, μεταθέτομαι•подать в сторону μετακινούμαι στην άκρη.
|| μτφ. αλλάζω, μεταβάλλομαι (από στενοχώρια, δοκιμασίες κ.τ.τ.).μτφ. υποκύπτω, αναγκάζομαι να συμφωνήσω.2. κατευθύνομαι προς, παίρνω δρόμο για φεύγω.
См. также в других словарях:
κατώφορος — κατώφορος, ον (ΑΜ) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατώφορον κατηφορικός δρόμος, κατηφοριά αρχ. αυτός που κλίνει προς τα κάτω, αυτός που έχει κατηφορική κλίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + φόρος (< φέρω), πρβλ. αν υπό φορος, παρά φορος] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Χαλκίδας — Στο αρχαιολογικό μουσείο της πρωτεύουσας της Εύβοιας εκτίθενται ευρήματα που χρονολογούνται από την παλαιολιθική μέχρι και την ύστερη ρωμαϊκή εποχή και προέρχονται από τις ανασκαφές στην ίδια την πόλη, στη γύρω περιοχή και σε άλλες τοποθεσίες του … Dictionary of Greek
ζωοφόρος — (I) ο (AM ζωοφόρος και ζωφόρος, ον) αυτός που παρέχει ζωή, ζωοπάροχος, ζωοδότης, ζωοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φορος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, πυρ φόρος]. (II) ο (AM ζῳοφόρος και ζῳφόρος, ον) 1. το θηλ. ως ουσ. η ζωοφόρος και ζωφόρος… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… … Dictionary of Greek
Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… … Dictionary of Greek
ζυγοφόρος — ζυγοφόρος, ον και ποιητ. τ. ζυγηφόρος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ζυγό, που φέρει ζυγό («ζυγοφόροι ἵπποι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + φορος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, αχθο φόρος] … Dictionary of Greek