-
1 σκατοφαγος
-
2 σκατοφάγος
σκατοφάγοςmasc /fem nom sg -
3 σκατοφάγος
σκᾰτόφᾰγ-ος (parox.), ον,A eating dung or dirt, Epich.63, Crobyl.7, Men.825, Sam. 205, Pk. 204; as epith. of Asclepios, with allusion (cf. Sch.) to a foul practice of Hippocrates, Ar.Pl. 706, cf. Arg.Metr.Eq.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκατοφάγος
-
4 σκατοφάγος
-
5 σκατοφάγον
σκατοφάγοςmasc /fem acc sgσκατοφάγοςneut nom /voc /acc sg -
6 σκατοφάγου
σκατόφαγοςeating dung: masc /fem /neut gen sgσκατοφάγοςmasc /fem /neut gen sg -
7 σκατοφάγων
σκατόφαγοςeating dung: masc /fem /neut gen plσκατοφάγοςmasc /fem /neut gen pl -
8 σκατοφάγοι
σκατοφάγοςmasc /fem nom /voc pl -
9 σκατοφάγ'
σκατοφάγα, σκατοφάγοςneut nom /voc /acc plσκατοφάγε, σκατοφάγοςmasc /fem voc sg -
10 σκῡτο-φάγος
σκῡτο-φάγος, Leder fressend, Poll. 6, 40, Bekk. σκατοφάγος.
-
11 κατω-φαγᾶς
κατω-φαγᾶς, ᾶ, ὁ, ein Vogel, Ar. Av. 288, der mit darniedergebeugtem Kopfe immer frißt; nach dem Schol. von καταφαγεῖν, gefräßig; vielleicht auch mit Anspielung auf σκατοφάγος. Vgl. καταφαγᾶς.
См. также в других словарях:
σκατοφάγος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκατοφάγος — α, ο / σκατοφάγος, ον, ΝΜΑ αυτός που τρώει κόπρανα ή ακαθαρσίες, κοπροφάγος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. σκατοφάγος ζωολ. α) παλαιότερη ονομασία γένους ακανθοπτερύγιων περκόμορφων ιχθύων β) γένος δίπτερων εντόμων με καστανό ή κίτρινο χρώμα, τής… … Dictionary of Greek
σκατοφάγον — σκατοφάγος masc/fem acc sg σκατοφάγος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκατοφάγου — σκατόφαγος eating dung masc/fem/neut gen sg σκατοφάγος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκατοφάγων — σκατόφαγος eating dung masc/fem/neut gen pl σκατοφάγος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκατοφάγοι — σκατοφάγος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκατοφάγ' — σκατοφάγα , σκατοφάγος neut nom/voc/acc pl σκατοφάγε , σκατοφάγος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Coprophagia — A female Oriental Latrine Fly (Chrysomya megacephala) feeds on animal feces. Coprophagia or coprophagy is the consumption of feces, from the Greek κόπρος copros ( feces ) and φαγεῖν phagein ( to eat ). Many animal species practice coprophagia as… … Wikipedia
σκατοφάς — ο, Ν σκατοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + φαΐ + κατάλ. άς] … Dictionary of Greek
σκατοφαγίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια δίπτερων εντόμων, με τυπικό εκπρόσωπο το γένος σκατοφάγος … Dictionary of Greek
σκατοφαγώ — έω, Α [σκατοφάγος] τρώγω περιττώματα ή ακαθαρσίες … Dictionary of Greek