Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σκατοφάγος

См. также в других словарях:

  • σκατοφάγος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκατοφάγος — α, ο / σκατοφάγος, ον, ΝΜΑ αυτός που τρώει κόπρανα ή ακαθαρσίες, κοπροφάγος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. σκατοφάγος ζωολ. α) παλαιότερη ονομασία γένους ακανθοπτερύγιων περκόμορφων ιχθύων β) γένος δίπτερων εντόμων με καστανό ή κίτρινο χρώμα, τής… …   Dictionary of Greek

  • σκατοφάγον — σκατοφάγος masc/fem acc sg σκατοφάγος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκατοφάγου — σκατόφαγος eating dung masc/fem/neut gen sg σκατοφάγος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκατοφάγων — σκατόφαγος eating dung masc/fem/neut gen pl σκατοφάγος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκατοφάγοι — σκατοφάγος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκατοφάγ' — σκατοφάγα , σκατοφάγος neut nom/voc/acc pl σκατοφάγε , σκατοφάγος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Coprophagia — A female Oriental Latrine Fly (Chrysomya megacephala) feeds on animal feces. Coprophagia or coprophagy is the consumption of feces, from the Greek κόπρος copros ( feces ) and φαγεῖν phagein ( to eat ). Many animal species practice coprophagia as… …   Wikipedia

  • σκατοφάς — ο, Ν σκατοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + φαΐ + κατάλ. άς] …   Dictionary of Greek

  • σκατοφαγίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια δίπτερων εντόμων, με τυπικό εκπρόσωπο το γένος σκατοφάγος …   Dictionary of Greek

  • σκατοφαγώ — έω, Α [σκατοφάγος] τρώγω περιττώματα ή ακαθαρσίες …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»