-
1 'κάλυψα
ἐκάλυψα, καλύπτωoc-culo: aor ind act 1st sg -
2 κάλυψα
καλύπτωoc-culo: aor ind act 1st sg (homeric ionic) -
3 καλύψας
καλύψᾱς, καλύπτωoc-culo: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 καλύψασα
καλύψᾱσα, καλύπτωoc-culo: aor part act fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 καλύψασαι
καλύψᾱσαι, καλύπτωoc-culo: aor part act fem nom /voc pl (attic epic ionic) -
6 καλύψασαν
καλύψᾱσαν, καλύπτωoc-culo: aor part act fem acc sg (attic epic ionic) -
7 κῶμα
A deep sleep,αὐτῷ.. μαλακὸν περὶ κῶμα κάλυψα Il.14.359
;ἦ με.. μαλακὸν περὶ κῶμ' ἐκάλυψεν Od.18.201
;κακὸν δέ ἑ κῶμα καλύπτει Hes.Th. 798
;αἰθυσσομένων δὲ φύλλων κ. κατάρρει Sapph.4
;ὕπνου κ. Theoc.Ep.3.6
: metaph., of the effect of music, Pi.P.1.12.—Not in Trag.2 Medic., lethargic state, coma,κῶμα συνεχές, οὐχ ὑπνῶδες Hp.Epid.3.6
, cf. Gal. 7.643, Sch.Nic.Al. 458. -
8 περικαλύπτω
A cover all round,πολέμοιο νέφος περὶ πάντα καλύπτει Il.17.243
, cf. 10.201 ;π. δένδρεον πίλῳ Hdt. 4.23
; τινὰ ἱματίοισι or ἐν ἱματίῳ, Hp.Aph.5.59, X.Cyr.7.3.14 : metaph.,π. σωτηρία τοὺς νόμους Pl.Lg. 793b
; τὸ θνητὸν περικάλυπτε τῷ θεῷ (sc. Διονύσῳ), i.e. get drunk, Diph.20 ;τὰ πάθη Plu.2.100f
; π. καὶ ἀρνεῖσθαι ib.1013e:—[voice] Med. and [voice] Pass., cover oneself all round, ib. 51d, etc.II put round as a covering, αὐτῷ.. περὶ κῶμα κάλυψα put sleep as a cloak around him, Il.14.359 ; τὸ σῶμα [ ψυχῇ] Pl.Ti. 34b ;π. τὰ Χερουβεὶν ἐπὶ τὴν κιβωτόν LXX 3 Ki.8.7
: metaph., π. τοῖσι πράγμασι σκότον throw a veil of darkness over the deeds, E. Ion 1522.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικαλύπτω
-
9 καλύπτω
καλύπτω, fut. - ψω, aor. (ἐ) κάλυψα, pass. perf. part. κεκαλυμμένος, plup. κεκάλυπτο, aor. part. καλυφθείς, mid. aor. καλύψατο: cover, veil, hide, mid., oneself or some part of oneself; τινί, ‘with’ something, but sometimes w. acc. of the thing used to cover with, τόσσην οἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω, Φ 321, Il. 5.315; fig., of darkness, sorrow, war, death, Il. 17.243, Il. 11.250, Od. 24.315; mid., Od. 8.92, Od. 10.179.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καλύπτω
-
10 Vine
subs.P. and V. ἄμπελος, ἡ, Ar. οἰνάνθη, ἡ.Vine clusters: P. and V. βότρυς, ὁ.Young vine: Ar. ἀμπελίς, ἡ.A friend to the vine, adj.: Ar. φιλάμπελος.Rich in vines: V. εὔβοτρυς, εὐάμπελος (Eur., frag.).I have wreathed it round with the clustering green of the vine: V. ἀμπέλου δέ νιν πέριξ ἐγὼ ʼκάλυψα βοτρυώδει χλόῃ (Eur., Bacch. 11).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Vine
См. также в других словарях:
'κάλυψα — ἐκάλυψα , καλύπτω oc culo aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλυψα — καλύπτω oc culo aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακαλύπτω — κάλυψα, καλύφτηκα, καλυμμένος 1. αποκαλύπτω, φανερώνω: Λέγεται ότι ανακαλύφτηκαν οι δράστες της μεγάλης κλοπής χρυσαφικών. 2. βρίσκω κάτι που προϋπήρχε, αλλά ήταν άγνωστο ως τότε: Ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλύπτω — κάλυψα, καλύφτηκα, καλυμμένος 1. σκεπάζω κάτι: Το χιόνι τα κάλυψε όλα. 2. προστατεύω κάτι ή κάποιον: Το ισραηλινό πυροβολικό κάλυψε την υποχώρηση των δεξιών φαλαγγιτών στο Λίβανο. 3. αποκρύπτω κάτι, συγκαλύπτω: Η διεύθυνση της υπηρεσίας αυτής… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλύψας — καλύψᾱς , καλύπτω oc culo aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλύψασα — καλύψᾱσα , καλύπτω oc culo aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλύψασαι — καλύψᾱσαι , καλύπτω oc culo aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλύψασαν — καλύψᾱσαν , καλύπτω oc culo aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλόη — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.) του νομού Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστοριάς. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου, του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βελεστίνου. 3.… … Dictionary of Greek
καλύπτω — καλύπτω, κάλυψα βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής