Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ιωτικός

См. также в других словарях:

  • σικινιώτικος — η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο τών Κυκλάδων Σίκινο 2. αυτός που προέρχεται από τη Σίκινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σίκινος + κατάλ. ιώτικος (πρβλ. βολ ιώτικος)] …   Dictionary of Greek

  • σμυρνιώτικος — η, ο, Ν σμυρναίικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σμύρνη + κατάλ. ιώτικος (πρβλ. βολ ιώτικος)] …   Dictionary of Greek

  • τρικαλιώτικος — η, ο, Ν αυτός που προέρχεται από τα Τρίκαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τρίκαλα + κατάλ. ιώτικος (πρβλ. βολ ιώτικος)] …   Dictionary of Greek

  • φλεβαριώτικος — η, ο, Ν φλεβαριάτικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φλεβάρης + κατάλ. ιώτικος (πρβλ. πανηγυρ ιώτικος)]. φλεβέκταση, η, Ν ιατρ. φλεβεκτασία …   Dictionary of Greek

  • χερσονησιωτικός — ή, ό, και χερσονησιώτικος, η, ο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε χερσόνησο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χερσόνησος + κατάλ. ιωτικός (πρβλ. νησ ιωτικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Ν. Βερναρδάκη] …   Dictionary of Greek

  • λαυρεωτικός — και λαυρ(ε)ιωτικός, ή, ό (Α Λαυρεωτικός και Λαυρειωτικός και Λαυριωτικός, ή, όν) [Λαυρεώτας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Λαύριο ή προέρχεται από το Λαύριο (α. «Λαυρεωτική πρόσοδος» β. «γλαῡκες ὑμᾱς οὔποτ ἐπιλείψουσι Λαυριωτικαί», Αριστοφ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»