-
1 πατρ-
-
2 πατρ-ωνυμικός
πατρ-ωνυμικός, ή, όν, nach der Benennung vom Vater her, nach dem Namen des Vaters gebildet, bes. τὸ πατρωνυμικόν, sc. ὄνομα, der Name, der von des Vaters Namen abgeleitet wird, um Einen zu bezeichnen, wie Πηλείδης, des Peleus Sohn, d. i. Achilleus, Gramm. u. Scholl., die auch das adv. brauchen, Schol. Il. 1, 392.
-
3 πατρ-ωνυμέω
πατρ-ωνυμέω, nach dem Vater benennen, Eust. 13 E.
-
4 πατρ-ωνυμία
πατρ-ωνυμία, ἡ, Name oder Benennung nach dem Vater, Eust. 10, 25.
-
5 πατρ-ωνύμιος
πατρ-ωνύμιος, des Vaters Namen führend, γένος, Aesch. Pers. 142.
-
6 πατρ-αγαθία
πατρ-αγαθία, ἡ, die Tugend des Vaters, Ahnentugend, Plut. vit. pud. 14.
-
7 πατρ-αδελφεός
πατρ-αδελφεός, ὁ, poet. = πατράδελφος, Pind. I. 7, 65.
-
8 πατρ-αδελφεία
πατρ-αδελφεία, ἡ, = πατραδελφία, Aesch. Suppl. 38.
-
9 πατρ-αδελφία
πατρ-αδελφία, ἡ, Verwandtschaft durch die Geschwister des Vaters, Vaters Bruder- oder Schwesterkinder, v. l. bei Aesch. für πατραδελφεία.
-
10 πατρ-αδέλφη
πατρ-αδέλφη, ἡ, Vaters Schwester, Tante von väterlicher Seite.
-
11 πατρ-αλοίας
πατρ-αλοίας, ὁ, = Folgdm; Plat. Phaed. 144 a; Lys. 10, 8; Arist. rhet. 2, 11, 2. – Bei Heliod. 10, 38 auch fem., τὴν ἀϑέμιτον ἐμὲ καὶ πατραλοίαν.
-
12 πατρ-αλῴας
πατρ-αλῴας, ὁ, der seinen Vater schlägt, Vatermörder, Schol. Ar. Nubb. 1330 u. VLL., die es von ἀλοάω, = τύπτειν, ἐπιτρίβειν erklären.
-
13 πατρ-ολέτωρ
πατρ-ολέτωρ, ορος, ὁ, Vatermörder; bei Antiphan. XI, 348 richtige Lesart, s. Jac. A. P. p. LXXX.
-
14 πατρ-οῦχος
πατρ-οῦχος, παρϑένος, ἡ, ein Mädchen, das des Vaters ganzes Vermögen allein geerbt dat, ohne Mütter oder Geschwister zu Miterben zu haben, Her. 6, 57; vgl. XLL., bes. Tim. lex. Plat.; es entspricht dem attischen ἐπίκληρος.
-
15 πατρ-άδελφος
πατρ-άδελφος, ὁ, Vaters Bruder, Oheim; Isaeus 4, 23; Dem. 44, 13; LXX. u. a. Sp.
-
16 πατραλοίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατραλοίας
-
17 πατραγαθία
πατρ-ᾰγᾰθία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατραγαθία
-
18 πατραδέλφεια
πατρ-ᾰδέλφεια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατραδέλφεια
-
19 πατραδελφεός
πατρ-ᾰδελφεός, ὁ, poet. and [dialect] Dor. for πατράδελφος, Pi.I.8(7).72, Michel995C44 (Delph., V B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατραδελφεός
-
20 πατράδελφος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατράδελφος
См. также в других словарях:
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
ЕПИФАНИЙ КИПРСКИЙ — [греч. ᾿Επιφάνιος ὁ τῆς Κύπρου; лат. Epiphanius Constantiensis in Cypro], свт. (пам. 12 мая) (ок. 315, сел. Бесандука, Палестина 12 мая 403), еп. г. Констанции (древний Саламин, ныне пригород Фамагусты, Кипр), отец и учитель Церкви, богослов… … Православная энциклопедия
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
ИОАНН ДАМАСКИН — Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκήνος, ὁ Χρυσορρόας, лат. Ioannes Damascenus] (2 я пол. VII в., Дамаск до 754 г.), прп. (пам … Православная энциклопедия
ДИОНИСИЙ IV СЕРОГЛАНИС — [Муселимис Комнин; греч. Ϫιονύσιος Μουσελίμης Κομνηνὸς Σεροϒλάνης] († 23.09.1696, Бухарест), патриарх К польский (нояб. 1671 14 авг. 1673, 29 июля 1676 2 авг. 1679, 30 июля 1682 10 марта 1684, марта 1686 12 окт. 1687, авг. 1693 апр. 1694). Из… … Православная энциклопедия
ИОАННИКИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. ᾿Ιωαννίκιος ὁ Μέγας] (753/4, по др. данным, 762, Вифиния 3.11.846, мон рь Антидион (на Олимпе Вифинском)), прп. (пам. 3 и 4 нояб.). Источники Основные сведения об И. В. содержатся в 2 Житиях: 1 е (BHG, N 936), сохранившееся в единственной… … Православная энциклопедия
Родительный падеж — (грамм.) в индоевропейских языках образуется несколькими суффиксами. I. Суффиксы os es s (три разновидности одного и того же суффикса, с различными ступенями вокализации) образует Р. падеж единственного числа от основ на согласный звук и на все… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
-ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… … Dictionary of Greek
-ιστικός — και ίστικος (ΑΜ ιστικός) παρεκτεταμένη μορφή τής κατάλ. ικός από ονόματα σε ιστής (πρβλ. αγων ιστ ικός < αγων ιστής, υβρ ιστ ικός < υβρ ιστής). Στη συνέχεια η κατάλ. σχημάτισε και παρ. απευθείας από θ. ρημάτων σε ίζω (πρβλ. ονειδ ιστικός… … Dictionary of Greek
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek