Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ποίμνη

См. также в других словарях:

  • ποίμνη — flock fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποίμνῃ — ποίμνη flock fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποίμνη — Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 45 μ.) στην πρώην επαρχία Ξάνθης, του ομώνυμου νομού. * * * η, ΝΜΑ 1. πλήθος βοσκημάτων, κυρίως προβάτων, τα οποία επιβλέπει ο ποιμένας, ποίμνιο, κοπάδι 2. εκκλ. το σύνολο τών πιστών στον Χριστό αρχ. 1. αγέλη ζώων 2 …   Dictionary of Greek

  • ποίμνη — η βλ. ποίμνιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποίμνηι — ποίμνῃ , ποίμνη flock fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμνᾶν — ποίμνη flock fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμνῶν — ποίμνη flock fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποῖμναι — ποίμνη flock fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποίμναιν — ποίμνη flock fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποίμναις — ποίμνη flock fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποίμναισι — ποίμνη flock fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»