Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἱμαντώδης

См. также в других словарях:

  • ἱμαντώδης — fibrous masc/fem acc pl (attic epic doric) ἱμαντώδης fibrous masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἱμαντώδης fibrous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιμαντώδης — ἱμαντώδης, ες (Α) 1. α) αυτός που μοιάζει με ιμάντα, με λουρί, ο στερεός και ευλύγιστος β) αυτός που μοιάζει με σχοινί 2. (για αθλητές) νευρώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + ώδης (πρβλ. θυελλ ώδης, ογκ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • ἱμαντώδει — ἱμαντώδης fibrous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἱμαντώδης fibrous masc/fem/neut dat sg ἱμαντώδεϊ , ἱμαντώδης fibrous dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱμαντώδη — ἱμαντώδης fibrous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἱμαντώδης fibrous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἱμαντώδης fibrous masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱμαντῶδες — ἱμαντώδης fibrous masc/fem voc sg ἱμαντώδης fibrous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱμαντώδεις — ἱμαντώδης fibrous masc/fem acc pl ἱμαντώδης fibrous masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱμαντωδέστερα — ἱμαντώδης fibrous neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱμαντώδεσιν — ἱμαντώδης fibrous masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱμαντώδους — ἱμαντώδης fibrous masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… …   Dictionary of Greek

  • ԽՐԱՑԱՏԵՍԱԿ — ( ) NBH 1 0993 Chronological Sequence: Unknown date ա. (որ ըստ սխալ գրչի՝ Խեցատեսակ.) ἰμαντώδης loro, vel corio similis, lori modo flexilis. Հանգէտ խրացից. նման փոկոյ. *Սեռ հերիցն (հերացն) առ մորթն բնաւորեցաւ՝ բաղազան իսկ խրացատեսակին գոլով. Պղատ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»