-
1 ἀ-πορηματικός
ἀ-πορηματικός, zweifelhaft, streitig. – Adv. - ικῶς, Gramm.
-
2 ἐπ-α-πορηματικός
ἐπ-α-πορηματικός, = ἐπαπορητικός.
-
3 ἀπορηματικός
ἀ-πορηματικός, zweifelhaft, streitig
1 ἀ-πορηματικός
ἀ-πορηματικός, zweifelhaft, streitig. – Adv. - ικῶς, Gramm.
2 ἐπ-α-πορηματικός
ἐπ-α-πορηματικός, = ἐπαπορητικός.
3 ἀπορηματικός