-
1 αντίπτωσις
-
2 ἀντίπτωσις
-
3 αντιπτωσις
-
4 ἀντίπτωσις
A opposition, resistance, Hp.Decent.3 (pl.).II Gramm., interchange of cases, Priscian. Inst.17.155, Sch.Ar.V. 135.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίπτωσις
-
5 ἀντίπτωσις
ἀντί-πτωσις, Gegenfall (bei den Gramm.). Setzung eines Casus anstatt eines anderen -
6 αντιπτώσει
ἀντίπτωσιςopposition: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἀντιπτώσεϊ, ἀντίπτωσιςopposition: fem dat sg (epic)ἀντίπτωσιςopposition: fem dat sg (attic ionic) -
7 ἀντιπτώσει
ἀντίπτωσιςopposition: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἀντιπτώσεϊ, ἀντίπτωσιςopposition: fem dat sg (epic)ἀντίπτωσιςopposition: fem dat sg (attic ionic) -
8 αντιπτώσεις
ἀντίπτωσιςopposition: fem nom /voc pl (attic epic)ἀντίπτωσιςopposition: fem nom /acc pl (attic) -
9 ἀντιπτώσεις
ἀντίπτωσιςopposition: fem nom /voc pl (attic epic)ἀντίπτωσιςopposition: fem nom /acc pl (attic) -
10 ἀντι-πτωτικός
ἀντι-πτωτικός, zur ἀντίπτωσις gehörig; adv. - ικῶς, mit Wechselgebrauch des Casus, Gramm.
-
11 αντιπτώσεως
-
12 ἀντιπτώσεως
-
13 αντιπτώσιας
-
14 ἀντιπτώσιας
-
15 αντίπτωσιν
-
16 ἀντίπτωσιν
-
17 ἀντιπτωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιπτωτικός
-
18 ἀντιπτωτικός
ἀντι-πτωτικός, zur ἀντίπτωσις gehörig; adv. ικῶς, mit Wechselgebrauch des Casus, Gramm
См. также в других словарях:
αντίπτωσις — ἀντίπτωσις, η (Α) 1. (Γραμμ.) η εναλλαγή των πτώσεων, η χρήση μιας πτώσης αντί άλλης που χρησιμοποιείται συνήθως 2. η αντίσταση … Dictionary of Greek
ἀντίπτωσις — opposition fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπτώσει — ἀντίπτωσις opposition fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀντιπτώσεϊ , ἀντίπτωσις opposition fem dat sg (epic) ἀντίπτωσις opposition fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπτώσεις — ἀντίπτωσις opposition fem nom/voc pl (attic epic) ἀντίπτωσις opposition fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπτώσιας — ἀντίπτωσις opposition fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίπτωσιν — ἀντίπτωσις opposition fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπτώσεως — ἀντιπτώσεω̆ς , ἀντίπτωσις opposition fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)