Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀντίπτωσις

См. также в других словарях:

  • αντίπτωσις — ἀντίπτωσις, η (Α) 1. (Γραμμ.) η εναλλαγή των πτώσεων, η χρήση μιας πτώσης αντί άλλης που χρησιμοποιείται συνήθως 2. η αντίσταση …   Dictionary of Greek

  • ἀντίπτωσις — opposition fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπτώσει — ἀντίπτωσις opposition fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀντιπτώσεϊ , ἀντίπτωσις opposition fem dat sg (epic) ἀντίπτωσις opposition fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπτώσεις — ἀντίπτωσις opposition fem nom/voc pl (attic epic) ἀντίπτωσις opposition fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπτώσιας — ἀντίπτωσις opposition fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίπτωσιν — ἀντίπτωσις opposition fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπτώσεως — ἀντιπτώσεω̆ς , ἀντίπτωσις opposition fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»