-
1 ίδες
-
2 ἴδες
-
3 σχελίς
Grammatical information: f.Meaning: meaning vacillating, approx. `rib of beef, thigh-bone, side of bacon', after H. = τὸ ἀπὸ τῆς ῥάχεως ἕως τοῦ ὑπογαστρίου, also = κρέα ἐπιμήκη τετμημένα.Other forms: mostly pl. - ίδες (A. Fr. 443 = 724 M.[?], com., Luc., Poll.); σκελίς, pl. - ίδες (pap. IIIa, D. Chr., Poll.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)Etymology: Generally taken to σκέλος, semant. not impossible, but certainly not correct; the aspirated form would have to be secondary (Hiersche Ten. asp. 217). As however in σκέλος the writing σκ- is fixed ( σχέλος only in an inscr. Delos IIIa), the aspirate in σχελίς, not counting the oldest attestations, is surprising. Then σκελίδες innovation after σκέλος? -- The variation is the one usual in Pre-Greek (not in Furnée).Page in Frisk: 2,837-838Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σχελίς
-
4 Θηβαίδες
Θηβᾱΐδες, Θηβαίςdweller in the Egyptian Thebais: fem nom /voc pl -
5 κλαίδες
κλᾱίδες, κλείςclavis: fem nom /voc pl (doric) -
6 λαίδες
λᾱίδες, ληίςbooty: fem nom /voc pl (doric) -
7 ἐλπίς
ἐλπίς (1ϝελ- O. 13.83
, P. 2.49, I. 2.43 ἐλπίς, -ίδος, -ίδι, -ίδ(α); -ίδες, -ίδων, -ίδεσσι, -ίσιν, -ίδας.) hope, expectation (whether justified or not, v. Fränkel, W & F, 26̆{1}.)αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω τὰ δαὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες O. 12.6
τελεῖ δὲ θεῶν δύναμις καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κούφαν κτίσιν O. 13.83
ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας P. 1.83
θεὸςἅπαν ἐπὶ ἐλπίδεσσι τέκμαρ ἀνύεται P. 2.49
μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν P. 3.23
ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν P. 3.111
ἁδείας ἐνίπτων ἐλπίδας P. 4.201
ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν ἁβρότατος ἔπι μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις P. 8.90
κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν N. 1.32
κενεᾶν δ' ἐλπίδων χαῦνον τέλος N. 8.45
ἐλπίδες δ' ὀκνηρότεραι γονέων παιδὸς βίαν ἔσχον ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων N. 11.22
δέδεται γὰρ ἀναιδεῖ ἐλπίδι γυῖα N. 11.46
φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες I. 2.43
οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν οὐδ' ὁπόσαι δαπάναιἐλπίδων ἔκνιξ ὄπιν† (vix sanum: ἔκνισὄπι Aristarchus: ἐλπίδ' ἔκνιξαν ὄπιν Wil.) I. 5.58 προμάχων ἀν' ὅμιλον, ἔνθ ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος ἐσχάταις ἐλπίσιν (ἐπ' ἐλπίς, ἐπἐλπίδιν codd.: corr. Calliergus: ἀντὶ τοῦ ἔσχατα ἐπελπίζοντες. Σ.) I. 7.36χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν I. 8.15
ἐλπίσιν ἀθανάταις ἁρμοῖ φέρονται fr. 10. ]ελπι[ Πα. 12. b. 5. pro pers. γλυκεῖά οἱ καρδίαν ἀτάλλοισα γηροτρόφος συναορεῖ Ἐλπίς, ἃ μάλιστα θνατῶν πολύστροφον γνώμαν κυβερνᾷ fr. 214. -
8 κλαίς
κλᾱίς (-ίδες, -ῖδας.)1 keyἩσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαῗδας ὑπερτάτας P. 8.4
“ κρυπταὶ κλαδες ἐντὶ σοφᾶς Πειθοῦς ἱερᾶν φιλοτάτων” Persuasion's keys to divine loves P. 9.39 -
9 Πιερίδες
Πῑερῐδες (-ίδες, -ίδων.)1 of Pieria epith. of the Muses.κόραι Πιερίδες Διός O. 10.96
pro subs.,ἀτύζονται βοὰν Πιερίδων ἀίοντα P. 1.14
ἐν μυχοῖσι Πιερίδων P. 6.49
τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον P. 10.65
Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον ἀγερώχων ἐργμάτων ἕνεκεν N. 6.32
μιν εὐφώνων πτερύγεσσιν ἀερθέντ' ἀγλααῖς Πιερίδων I. 1.65
με ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν Pae. 6.6
ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων ὥ]στε χαίταν παρθένου ξανθ[ (supp. Lobel) fr. 215. 6. ] α Πιερίδες[ P. Oxy. 1792, fr. 39. -
10 πραπίς
πραπίς (-ίδος, -ίδι, -ίδες, -ίδων, -ίδεσσι, -ίσιν, -ίδας.) s. & pl.,1 spirit, mindφίλοις ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν πραπίσιν O. 2.94
ἐκ θεοῦ δἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν O. 11.10
χαύνᾳ πραπίδι παλαιμονεῖ κενεά P. 2.61
ἐπέγνω μὲν Κυράνα δικαιᾶν Δαμοφίλου πραπίδων P. 4.281
ἀπόλεμον ἀγαγὼν ἐς πραπίδας εὐνομίαν P. 5.67
ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν πραπίδες I. 8.30
ἔνθα ποθ' Ἁρμονίαν φάμα Κάδμον ὑψη[λαῖς] πραπίδες[σι (sc. λαχεῖν, sim.) Δ. 2. 28. στάσιν ἀπὸ πραπίδος ἐπίκοτον ἀνελών fr. 109. 3. κακόφρονά τ' ἄμφανεν πραπίδων καρπόν fr. 211. -
11 γαγγαλίδες
γαγγᾰλ-ίδες· γελασῖνοι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαγγαλίδες
-
12 Εὐμενίδες
A the gracious goddesses, euphem. of the Ἐρινύες or Furies, name of play by A.;ὥς σφας καλοῦμεν Εὐμενίδας, ἐξ εὐμενῶν στέρνων δέχεσθαι τὸν ἱκέτην S.OC 486
; ; distd. from the σεμναὶ θεαί by Philem.217.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Εὐμενίδες
-
13 ζωγραφίδες
A picturae, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωγραφίδες
-
14 κάνναβις
Aκάνναβιν Moschio
ap.Ath.5.206f, κανναβίδα (sic codd.) Hdt.l.c., Paus.6.26.6:—hemp, Cannabis sativa, S.Fr. 243, Hdt.l.c., Dsc.3.148, etc. (but κ. ἀγρία hemp-mallow, Althaea cannabina, ib.149): in pl., - ίδες hemp-seed, Ephipp.13.6; burnt and used to medicate vapour baths, Hdt.4.75:—hence [full] κανναβισθῆναι take a vapour-bath, Hsch. (Cf. OE. hænep 'hemp', Skt. śahás 'a kind of hemp', etc.; borrowed perh. fr. Ugro-Finnish, cf. Čeremissian ke[ndot ]e, ki[ndot ]e 'hemp' and Syrianian pïš 'hemp'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάνναβις
-
15 καστορίδες
καστορ-ίδες, αἱ, a famous Laconian breed ofA hounds, said to be first reared by Castor, AP6.167 (Agath.), cf. Poll.5.39:—also [full] καστόριαικύνες X.Cyn.3.1
.II sea-calves, seals, Opp.H.1.398, Ael. NA9.50.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καστορίδες
-
16 κηπίδες
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηπίδες
-
17 κυαμίδες
A fabacia, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυαμίδες
-
18 λειμακίδες
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λειμακίδες
-
19 ληϊδιώδεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ληϊδιώδεις
-
20 Λιβυρνοί
Λῐβυρνοί, οἱ,A the Liburnians, a people on the Adriatic coast below Istria,Λιβυρνὴ πόλις Str.7.5.4
, etc.:—Adj. [full] Λῐβυρνικός, ή, όν, Liburnian, A.Fr. 364: - κόν (sc. πλοῖον), τό, a light, swift vessel, felucca, such as was used by the Λιβυρνοί, Plu.Cat.Mi.54:—also [full] Λῐβυρνός, ὁ, BGU709.23 (ii A.D.), prob. in Supp.Epigr.3.565.11 (Tyras, iii A.D.):—fem. [full] Λῐβυρνίς (sc. ναῦς), ίδος, ἡ, Plu.Ant.67, etc.; -ίδες νῆσοι Str.7.5.5
:—hence [full] Λῐβυρνάριος, ὁ, Stud.Pal.20.123.33 (v A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Λιβυρνοί
См. также в других словарях:
-ίδες — κατάλ. επιστημ. όρων που προέρχεται από την ήδη αρχ. πατρωνυμική κατάλ. ίδης*. Η κατάλ. χρησιμοποιήθηκε στις ευρωπ. γλώσσες, ως ταξινομικό στοιχείο, με τη μορφή idae και συχνά επανήλθε στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειο. Εμφανίζεται α) σε όρους… … Dictionary of Greek
ἴδες — εἶδον see aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρακτινελ(λ)ίδες — οι, Ν ζωολ. τάξη σπόγγων που ανήκει στην ομοταξία τών δημοσπόγγων και περιλαμβάνει άτομα τών οποίων οι βελόνες τού σκελετού τους αποτελούνται από διοξείδιο τού πυριτίου και φέρουν τέσσερεις ακτίνες, αλλ. τετρακτινωτοί ή τετραξονικοί. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
φριγγιλ(λ)ίδες — και φρινγκιλ(λ)ίδες, οι, Ν οικογένεια στρουθι όμορφων πτηνών στην οποία ανήκουν η καρδερίνα, ο φλώρος κ.ά. ωδικά πτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. fringillidae] … Dictionary of Greek
φρινγκιλ(λ)ίδες — οι, Ν ζωολ. βλ. φριγγιλ(λ)ίδες … Dictionary of Greek
ωλενελ(λ)ίδες — οι, Ν (παλαιοντ.) οικογένεια τριλοβιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. olenellidae < olenell(us) (βλ. λ. ωλενέλ[λ]ος) + κατάλ. idae (< ίδες, βλ. λ.)] … Dictionary of Greek
σπινελ(λ)ίδες — οι, Ν (ορυκτ.) ομάδα ορυκτών μικτών οξειδίων … Dictionary of Greek
σπογγιλ(λ)ίδες — οι, Ν [σπογγίλ(λ)η] ζωολ. οικογένεια σπόγγων τών γλυκών νερών με τυπικό γένος τη σπογγίλ(λ)η … Dictionary of Greek
τουριτελ(λ)ίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια γαστερόποδων προσωβράγχιων μαλακίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. turritellidae (βλ. λ. τουριτέλ(λ)α)] … Dictionary of Greek
τρωγον(τ)ίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια εξωτικών πτηνών τής τάξης τρωγοντόμορφα με τυπικό το γένος τρώγων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trogonidae < trogon < τρώγων, οντος, μτχ. ενεστ. τού ρ. τρώγω] … Dictionary of Greek
λειμακίδες — λειμακίδες, αἱ (Α) φρ. «λειμακίδες νύμφαι» νύμφες τών λειμώνων, τών λιβαδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λείμαξ, κος + κατάλ. ίδες (πρβλ. Βαυκ ίδες)] … Dictionary of Greek