Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Πῑερῐδες

См. также в других словарях:

  • Πιερίδες — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Εννέα θνητές κόρες του βασιλιά της Πιερίας, Πιέρου, και της Ευδίππης. Είχαν συναγωνιστεί τις Μούσες σε ένα διαγωνισμό τραγουδιού στον Ελικώνα και είχαν νικηθεί. Οι θεοί τις λυπήθηκαν και τις μεταμόρφωσαν σε πουλιά …   Dictionary of Greek

  • Πιερίδες — Πῑερίδες , Πιερίδες from Pieria masc/fem nom/voc pl Πιερίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιερίδες — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Εννέα θνητές κόρες του βασιλιά της Πιερίας, Πιέρου, και της Ευδίππης. Είχαν συναγωνιστεί τις Μούσες σε ένα διαγωνισμό τραγουδιού στον Ελικώνα και είχαν νικηθεί. Οι θεοί τις λυπήθηκαν και τις μεταμόρφωσαν σε πουλιά …   Dictionary of Greek

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • Pierides — PIERĬDES, um, Gr. Πιερίδες, ως, Pierinnen, ein gemeiner Beynamen der Musen, welchen sie, nach einigen, von dem Berge Pierius haben, als an dessen annehmlichen Einsamkeit sie um so vielmehr ihr Vergnügen hatten, ie bequemer selbige zu ihren… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • CHRISTUS — I. CHRISTUS Iesu mundi Redemptoris cognomentum. Ab Hebraeo vel Sytiaco Gap desc: Hebrew sic dictus, Ioh. c. 1. v. 42. Εὑρήκαμεν τὸν Μεςςίαν, ὅ ἐςτι μεθερμηνευόμενον, ὁ Χριςτὸς. Ubi Nounus, Σύτγενε Μεςςίαν σοφὸν εὕρομεν, ὃς θεὸς ἀνὴθ Χριςτὸς… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κίσσα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις εννέα Πιερίδες, κόρες του Πιέρου . Ο μύθος αναφέρει ότι μεταμορφώθηκε σε πουλί, μαζί με τις αδελφές της, επειδή τόλμη αν να συναγωνιστούν τις Μούσεςστο τραγούδι. 2. Μία από τις Υάδες, τις τροφούς του… …   Dictionary of Greek

  • λεπιδόπτερα — (lepidoptera). Μεγάλη τάξη oλομετάβολων εντόμων, δηλαδή εντόμων με πλήρη μεταμόρφωση, τα οποία φέρουν την κοινή ονομασία ψυχές ή πεταλούδες όταν βρίσκονται στο στάδιο του ώριμου ή ακμαίου ατόμου. Το στάδιο της προνύμφης ονομάζεται κάμπη και το… …   Dictionary of Greek

  • πίαρ — τὸ, Α (επικ. και ιων. τ., μόνο σε ονομ. και αιτ.) 1. πάχος, λίπος, ξύγγι («βοῶν ἐκ πῑαρ ἑλέσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. κάθε λιπαρή ή παχύρρευστη ουσία («πῑαρ ἐλαίης», Απολλ. Ρόδ.) 3. ο παχύρρευστος χυμός ορισμένων δέντρων 4. το γάλα τής συκιάς 5. οι… …   Dictionary of Greek

  • Μούσες — Θεότητες των αρχαίων Ελλήνων, προστάτιδες της ποίησης, της μουσικής και γενικά κάθε πνευματικής δημιουργίας. Ήταν θυγατέρες της Μνημοσύνης ή της Αρμονίας και του Δία, ή, σύμφωνα με μια άλλη παράδοση, της Γαίας και του Ουρανού. Ο αριθμός και τα… …   Dictionary of Greek

  • Πιερία — Τοπωνύμιο γεωγραφικών χωρών της αρχαίας Ελλάδας. 1. Χώρα της Μακεδονίας, ανάμεσα στον Όλυμπο και τον Θερμαϊκό Κόλπο, από όπου, κατά την παράδοση, μια κοινότητα είχε μετοικήσει στο όρος Ελικών, στους προϊστορικούς χρόνους. Λέγεται μάλιστα πως η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»