-
1 θήραμα
θήρᾱμα, θήραμαprey: neut nom /voc /acc sg -
2 θήραμα
-
3 θηραμάτων
θηρᾱμάτων, θήραμαprey: neut gen pl -
4 θηράμασιν
θηρά̱μασιν, θήραμαprey: neut dat pl -
5 θηράματα
θηρά̱ματα, θήραμαprey: neut nom /voc /acc pl -
6 θηράματι
θηρά̱ματι, θήραμαprey: neut dat sg -
7 θηράματος
θηρά̱ματος, θήραμαprey: neut gen sg -
8 θήραμ'
θήρᾱμα, θήραμαprey: neut nom /voc /acc sgθήρᾱμι, θηράωhunt: pres ind act 1st sg (attic)θήρᾱμαι, θηράωhunt: pres ind mp 1st sg (attic) -
9 θήρημα
-
10 θήρ
Grammatical information: m.Meaning: `wild animal, beast of prey' (Il.).Compounds: Compp., e. g. θηρο-φόνος `killing wild' (Thgn.), Θηρε-φόνα (Paus. 5, 3, 3; on the comp. vowel - ε- Schwyzer 438); ἔν-θηρος `full of wild' (trag.), ἄ-θηρος (Hdt., A.) `without wild', also `without hunting' (from θήρα; Sommer Nominalkomp. 149f.).Derivatives: θηρίον `wild animal, hunted animal' (Od.; Wackernagel Unt. 218; orig. soothing diminutive, Sieberer Sprache 2, 112); posthhom. also `animal', with several derivv.: diminut. θηρίδιον (Thphr.), θηρά̄φιον (Damokr. ap. Gal.; Wackernagel Glotta 4, 243f.); prob. as backformation, θήραφος `spider' (Cyren. 62; acc. to Strömberg Wortstudien 23 as "hunted animal" from θήρα, θηρᾶν); θηριακός `regarding the enimals' (medic.), θηριώδης `full of wild animals, animal-like' (IA); θηριότης `being of an animal' (Arist); denomin.: 1. θηριόομαι, - όω `be changed into an animal' (Pl., Eub.) with θηρίωσις (Luc.); beside it θηρίωμα `malignant ulcer' from θηρίον `id.' (medic.); 2. θηριάζομαι `id.' ( Corp. Herm. 10, 20). - θήρειος `belonging to (the) wild (animals ' (IA). - Denominative verbs: 1. θηράω `hunt' (A.), perf. ptc. πεφειράκοντες (Thess.); from there θηρατήρ, - άτωρ (- ρητ-) `hunter' (Il.; on - τήρ: - τωρ Benveniste Noms d'agent 46 with the objections of Fraenkels Gnomon 22, 161) with θηρατήριος (S.); also θηρατής `id.' (Ar.) mit θηρατικός (X.); θήραμα `hunting booty' (E.), θήρατρον `apparatus for hunting, net' (X.); θηράσιμος `worth the hunting, the trying' (A. Pr. 858; cf. Arbenz Die Adj. auf - ιμος 63). Here also as backformation θήρα `hunt, booty' (Il.) with θηροσύνη `id.' (Opp., AP), θηρότις θηρεύτρια H. (after ἀγρότις). As 2. member - θήρας, e. g. ὀρνιθο-θήρας `birdcatcher' (Ar., Arist.). 2. θηρεύω `hunt' (τ 465) with θηρευτής `hunt' (Il.), θηρευτικός (Ar., X., Arist.), also θηρευτήρ (Opp.), f. θηρεύτρια (pap.), θήρευμα `hunting booty' (S., E., Pl.), θήρευσις `hunt' (Ph). - See Chantraine Ét. sur le vocab. grec 65ff.; also Fraenkel Nom. ag. (s. index); and Porzig Satzinhalte 234.Origin: IE [Indo-European] [493] *ǵʰueh₁r- `wild animalEtymology: With the pluralforms θῆρες, θηρῶν agree exactly the East Lith. forms žvė́res, žvėrų̃, IE *ǵhu̯ēr-es, -om; with transform. to the i-declension sing. Lith. žverìs, OCS zvěrь `id.'. Beside it with short stemvowel Lat. fĕrus `wild'. Details in W.-Hofmann s. ferus, Vasmer Russ. et. Wb. s. zverь; Pok. 493.Page in Frisk: 1,671-672Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θήρ
См. также в других словарях:
θήραμα — το (ΑΜ θήραμα) [θηρώ] 1. το ζώο που θηρεύεται ή είναι θηρεύσιμο, κυνήγι, θήρευμα, άγρευμα, λεία 2. μτφ. εύρημα, απόκτημα (α. «θήραμα τι ἐνέτυχον χρυσού τιμιωτέραν κόρην», Διγ. Ακρ. β. «ἀρετά... θήραμα κάλλιστον βίῳ», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
θήραμα — το, ατος 1. το ζώο που πιάστηκε ή σκοτώθηκε στο κυνήγι: Έφερε πολλά θηράματα σήμερα. 2. το ζώο που μπορεί να κυνηγήσει κάποιος: Εξαφανίστηκαν τα θηράματα απ αυτήν την περιοχή. – Παγιδεύω το θήραμα. 3. μτφ., ό,τι επιδιώκει να αποκτήσει κάποιος:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θήραμα — θήρᾱμα , θήραμα prey neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
λεία — Διαρπαγή κινητής και ιδιωτικής περιουσίας, κυρίως έπειτα από πολεμική επιχείρηση· λάφυρο· θήραμα που γίνεται τροφή σαρκοφάγου ζώου. δικαίωμα της λ. Είναι το δικαίωμα του εμπόλεμου κράτους να κατάσχει οποιαδήποτε αγαθά ανήκουν στον εχθρό. Στον… … Dictionary of Greek
αγρίμι — Κάθε τετράποδο θηλαστικό σε άγρια κατάσταση, θηρίο· το αγριοκάτσικο ή αίγαγρος· άγριο πτηνό· το αγρευόμενο ζώο, το αγριμαίο, το θήραμα· μεταφορικά ο δύστροπος, ακοινώνητος, άξεστος, σκληροτράχηλος άνθρωπος. * * * το (Μ ἀγρίμιν) 1. κάθε τετράποδο… … Dictionary of Greek
δόκανο — Παγίδα για τη σύλληψη άγριων ζώων ή πουλιών. Αποτελείται από δύο τοξοειδή ελάσματα, που συγκρατούνται με ένα σύστημα ελατηρίων στην κατάλληλη θέση για την παγίδευση του θηράματος. Όταν το θήραμα πιέσει τα ελατήρια, το σύστημα που συγκρατεί τα δύο … Dictionary of Greek
θήρευμα — το (Α θήραμα) [θηρεύω] θήραμα, λεία, λάφυρο αρχ. στον πληθ. τὰ θηρεύματα το κυνήγι … Dictionary of Greek
κέφαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ερμή ή του Πανδιόνα και της Έρσης (κόρης του Κέκροπα) ή της Κρέουσας, επώνυμος του δήμου Κεφαλής και του αττικού γένους των Κεφαλιδών. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ερωτεύτηκε την Πρόκριδα, την παντρεύτηκε και ζούσε … Dictionary of Greek
σκύλος — Δακτυλοβάμον θηλαστικό της οικογένειας των Κυνιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ανάλογα με τις ράτσες, ο κατοικίδιος σ. (Canis familiaris) έχει σχήμα και όψεις αξιοσημείωτα διαφορετικές· οι διαστάσεις του μπορούν να ποικίλλουν από πάνω από 90 εκ.… … Dictionary of Greek
άγρα — I Στην αρχαία Αθήνα, η αριστερά του Ιλισού περιοχή, από το Παναθηναϊκό στάδιο έως τη σημερινή οδό Αναπαύσεως περίπου. Στην αρχαία εποχή η περιοχή αυτή ήταν δασώδης και αφιερωμένη στη θεά του κυνηγιού Άρτεμη, που λεγόταν και Αγροτέρα. Η ονομασία Ά … Dictionary of Greek