-
1 θῦμα
θῦμα, τό, das Geopferte, nach Phot. zunächst vom Weihrauch, ἐφέστια Aesch. Ag. 1310, πάγκαρπα Soph. El. 624; dann von Thieren, u. übh. Opfer, Ant. 903; neben λοιβή Phil. 8; neben εὐχαί O. R. 239 u. öfter, wie Plat. Legg. X, 888 c; ϑύεσϑαι Rep. II, 578 a; Legg. VI, 782 c ϑύματα οὐκ ἦν τοῖς ϑεοῖς ζῷα, πέλανοι δὲ καὶ μέλιτι καρποὶ δεδευμένοι καὶ τοιαῦτα ἄλλα ὁγνὰ ϑύματα; – ϑῦμα ποιεῖν, hinopfern, Gaet. 5 (VII, 354).
-
2 θύμα
-
3 θῦμα
-
4 θύμα
-
5 θῦμα
A victim, sacrifice, SIG56.31 (Argos, v B.C.), A. Ag. 1310, S.Ph.8,Ar.Av. 901, Wilcken Chr. 1 iii 3 (iii B.C.), etc.;τὸ θ. τοῦ Ἀπόλλωνος Th.5.53
; θ. θύειν, θύσασθαι, Pl.Plt. 290e, R. 378a, etc.; usu. of animals, but πάγκαρπα θ. offerings of all fruits, S.El. 634; <ἁγνὰ> θ., opp. ἱερεῖα, expld. by Sch. as cakes in the form of animals, Th.1.126, cf. Pl.Lg. 782c, Poll.1.26: prov., θ. Δελφόν 'Barmecide's feast', Call.Iamb.1.98.2 pl., of animals slaughtered for food, LXX Ge.43.16.3 metaph., of persons, θ. λεύσιμον, prob. of Clytemnestra, A.Ag. 1118 (lyr.);πρόκεισθε θύματα τῆς ἡμετέρας ἐξουσίας Hdn.2.13.5
.II act of sacrifice, ὧδ' ἦν τὰ κείνης θ. S.El. 573. [[pron. full] θῠμα only Supp.Epigr.2.518 (Rome, iv A.D.), cf. Hdn.Gr.2.15.] -
6 θῦμα
θῦμα, τό, das Geopferte, zunächst vom Weihrauch dann von Tieren, u. übh. Opfer; ϑῦμα ποιεῖν, hinopfern -
7 θυμα
у Thuc. лак. σῦμα - ατος τό [θύω]1) жертваτὸ θ. τοῦ Ἀπόλλωνος Thuc. — жертва Аполлону;
πάγκαρπα θύματα Soph. — жертвенное приношение из всех плодов;οὐχ ἱερεῖα θύματα, ἀλλὰ ἐπιχώρια Thuc. — жертвы не общеустановленные, а местные (т.е. не кровавые, а пироги в форме жертвенных животных)2) жертвоприношение(εὐχαὴ καὴ θύματα Soph.; θ. ποιεῖν Anth.)
θ. λεύσιμον Aesch. — жертвоприношение в форме побиения камнями (Клитемнестры), т.е. кровавая месть (за Агамемнона) -
8 θύμα
θύμᾱ, θύμονCretan thyme: neut nom /voc /acc pl (doric aeolic)θύμονCretan thyme: neut nom /voc /acc pl -
9 θῦμα
1 offering for sacrifice. ὀδμὰ δ' ἐρατὸν κατὰ χῶρονκίδναται αἰεὶ λτ;γτ;θύματα μειγνύντων πυρὶ τηλεφανεῖ Θρ. 7. 9. -
10 θῦμα
θῦμα, ατος, τό (s. θύω; Trag., Thu.+; OGI 332, 40 [II B.C.] al. ins; Mitt-Wilck. I/2, 1 III, 3 [III B.C.]; oft. LXX; Just., A I, 12, 5; A II, 5, 4) sacrifice, offering PtK 2 p. 14, 20.—DELG s.v. 2 θύω B1. -
11 Θύμα
το прям., перен. жертва;Θύμα δολοπλοκίας — жертва интриги;
δίνω θύματα приносить жертвы;γίνομαι Θύμα — становиться жертвой
-
12 θῦμα
-ατος + τό N 3 5-4-4-2-0=15 Gn 43,16; Ex 29,28; 34,15.25; Dt 18,3sacrifice, offering Ex 29,28; victim (esp. of anim.) Ez 40,41; animals slaughtered (for food) Gn 43,16παρὰ τῶν θυόντων τὰ θύματα from those who offer sacrifices Dt 18,3 Cf. BICKERMAN 1946=1980 96-97 -
13 θύμα
[тима] ουσ ο жерт. -
14 θύμα
can kaybı, mağdur -
15 θύμα
victime -
16 θύμα
ofiara (f) rzecz. -
17 θύμα
oběť -
18 θύμα
1) casualty2) fatality3) victimΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θύμα
-
19 πρό-θυμα
πρό-θυμα, τό, Voropfer; Eur. I. A. 1311; Ar. Plut. 660, wo der Schol. erkl. προκατάργματα ἢ τὰ πρὸ τῆς ϑυσίας γενόμενα ϑυμιάματα ἢ πλακούντια.
-
20 ἐπί-θυμα
См. также в других словарях:
θῦμα — victim neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμα — θύμᾱ , θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμα — το, ατος 1. ζώο που προσφέρεται θυσία στους θεούς: Οδήγησε το θύμα στο βωμό. 2. αυτός που θυσιάζεται εκούσια για κάποιο σκοπό: Θύματης αγάπης του προς την πατρίδα. 3. αυτός που έχει σκοτωθεί: Αναφέρθηκε μεγάλος αριθμός θυμάτων. – Στο σεισμό δεν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θύμα — το (ΑΜ θῡμα) [θύω] ζώο θυσιάζομενο ή πράγμα προσφερόμενο ως θυσία, σφάγιο, προσφορά νεοελλ. μσν. 1. καθένας που προσφέρει τον εαυτό του ως ολοκαύτωμα, ως θυσία για κάποιο σκοπό («θύμα τής ευσυνειδησίας και τού καθήκοντος») 2. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
θῦμ' — θῦμα , θῦμα victim neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμ' — θύμα , θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc pl θύμε , θύμος Cretan thyme masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμαθ' — θύ̱ματα , θῦμα victim neut nom/voc/acc pl θύ̱ματι , θῦμα victim neut dat sg θύ̱ματε , θῦμα victim neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύματ' — θύ̱ματα , θῦμα victim neut nom/voc/acc pl θύ̱ματι , θῦμα victim neut dat sg θύ̱ματε , θῦμα victim neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek
ενέστιος — ἐνέστιος, ον και ἐνίστιος, ον (Α) [εστία] 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εστία, στο θυσιαστήριο 2. το ουδ. ως ουσ. ἐνέστιον (ενν. θύμα) το σφάγιο, το θύμα … Dictionary of Greek
θυμάτιον — θυμάτιον, τό (Α) υποκορ. τού θύμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύμα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek