-
1 θύμα
-
2 θυμα
у Thuc. лак. σῦμα - ατος τό [θύω]1) жертваτὸ θ. τοῦ Ἀπόλλωνος Thuc. — жертва Аполлону;
πάγκαρπα θύματα Soph. — жертвенное приношение из всех плодов;οὐχ ἱερεῖα θύματα, ἀλλὰ ἐπιχώρια Thuc. — жертвы не общеустановленные, а местные (т.е. не кровавые, а пироги в форме жертвенных животных)2) жертвоприношение(εὐχαὴ καὴ θύματα Soph.; θ. ποιεῖν Anth.)
θ. λεύσιμον Aesch. — жертвоприношение в форме побиения камнями (Клитемнестры), т.е. кровавая месть (за Агамемнона) -
3 Θύμα
το прям., перен. жертва;Θύμα δολοπλοκίας — жертва интриги;
δίνω θύματα приносить жертвы;γίνομαι Θύμα — становиться жертвой
-
4 θύμα
[тима] ουσ ο жерт. -
5 ξυμα
-
6 συμα
-
7 ευγαθητος
-
8 θυματιον
-
9 καταβαλλω
(fut. καταβαλῶ, aor. 2 κατέβαλον - эп. 3 л. sing. κάββαλε)1) выпускать из рук, ронять(ἀπὸ ἕο υἱόν Hom.)
; выпускать из когтей, бросать вниз(νεβρόν Hom.)
2) опускать вниз:(Ἄργος) οὔατα κάμβαλεν (= κάββαλεν) ἄμφω Hom. ( увидев хозяина)
, Аргос опустил оба уха; κ. τὰς ὀφρῦς Eur. опустить брови, т.е. разгладить чело, повеселеть3) отращивать, отпускать(ἴουλον ἀπὸ κροτάφων Theocr.)
4) бросать, сеять(εἰς γῆν φυτὸν καὴ σπέρμα Plat.)
5) сбрасывать, сталкивать, опрокидывать(τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου Xen.; ἐπὴ χθονί, ἐνὴ πόντῳ Hes.; ἐν πάλῃ, sc. τὸν ἀντίπαλον Plat.; καταβαλλόμενοι, ἀλλ΄ οὐκ ἀπολλύμενοι NT.)
κ. ἀπ΄ ἐλπίδος Plat. — лишать надежды, приводить в уныние6) низвергать, разрушать, сносить(τὰ οἰκήματα, τὰ τῶν θεῶν ἀγάλματα Her.)
7) свергать, низводить(τινὰ εἰς τὸ μηδέν Her.)
8) валить, срубать(τὰ δενδρα Arst.)
9) умерщвлять, убивать(πολλοὺς Λακεδαιμονίων Her.; ἐάν τις ξύλῳ ἢ μαχαίρᾳ πατάξας καταβάλῃ Lys.)
10) сваливать, складывать(φιτροὺς ἐπ΄ ἀκτῆς Hom.)
11) приносить или закалывать в жертву(σφάγια, τὸ θῦμα δαίμοσιν Eur.)
12) распускать, распространять(φάτιν Her.; αἱ καταβεβλημέναι νῦν μαθήσεις Arst.)
13) ввергать, помещать, заключать(τινὰ ἐς ἑρκτήν Her.)
14) повергать, ввергать, приводить(εἰς συμφοράς Eur.; τινὰ εἰς φόβον, εἰς δόξαν, εἰς ἀπιστίαν Plat.)
καταβάλλεσθαι εἰς φθόνον Plat. — поддаться чувству зависти15) отвергать, отбрасывать прочьκατέβαλεν ὃ ἔλαβεν, ὡς ἕτερον ληψόμενος Xen. — он отбросил (кусок), который взял, чтобы выбрать другой;
οἱ καταβεβλημένοι Isocr. — пропащие люди, отверженные16) откладывать в сторону(τοὺς σκίπωνας Arph.)
17) устанавливать, ставить(κρεῖον ἐν πυρὸς αὐγῇ Hom.)
18) доставлять, накапливать(κ. σιτία τῇ στρατιῇ Her.)
19) доставлять (в виде дохода), давать, приносить(ἐπ΄ ἡμέρην ἑκάστην τάλαντον Her.)
20) вносить, платить, уплачивать(τἀργύριον Thuc.; τιμήν τινι ὑπέρ τινος Plat.; ζημίας Dem.)
21) давать, предоставлять(μαρτυρίαν Dem.; γεγραμμένα Plat.)
καταβάλλεσθαι εἰς τὰ δημόσια γράμματα Dem. — сдать свои документы в государственный архив;πολλοὴ λόγοι πρὸς αὐτὰ καταβέβληνται Arst. — в пользу этого приведены многие доводы22) преимущ. med. (тж. κ. θεμέλιον NT.) закладывать основы, основывать, класть начало (чему-л.), подготовлять(μέγαν οἶτον Eur.)
τέν τῆς ναυπηγίας ἀρχέν καταβάλλεσθαι Plat. — набрасывать основную схему постройки корабля;ὅ Στωϊκῶν αἵρεσιν καταβαλόμενος Plut. — (Зенон), положивший начало школе стоиков;ὅταν κρηπὴς καταβληθῇ ὀρθῶς Eur. — когда основа хорошо заложена -
10 προθυμα
-
11 αθώος
α, ο[ν]1) невиновный, невинный, безвинный;αθώο θύμα — невинная жертва;
2) невиновный, оправданный (судом);κηρύχθηκε αθώ — он признан невиновным;
3) бесхитростный, простодушный, наивный; добродушный;4) невинный, безобидный;αθώες διασκεδάσεις — невинные развлечения, удовольствия;
5) чистый, без примеси;αθώο κρασί — некрепкое вино
-
12 εξιλαστήριος
ος, ον, εξιλαστήριος τκός, η ό[ν] умилостивительный; искупительный;εξιλαστικό Θύμα — умилостивительная жертва
-
13 πλάνη
η1) заблуждение, ошибка;είναι θύμα δικαστικής πλάνης — он жертва судебной ошибки;
βγάζω από την πλάνη — вывести из заблуждения;
ευρίσκομαι εν πλάνη — заблуждаться;
2) рубанок -
14 εξιλαστήριος
εξιλαστήριος, -α, -οумилостивительный, искупительный;ΦΡ.Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > εξιλαστήριος
См. также в других словарях:
θῦμα — victim neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμα — θύμᾱ , θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμα — το, ατος 1. ζώο που προσφέρεται θυσία στους θεούς: Οδήγησε το θύμα στο βωμό. 2. αυτός που θυσιάζεται εκούσια για κάποιο σκοπό: Θύματης αγάπης του προς την πατρίδα. 3. αυτός που έχει σκοτωθεί: Αναφέρθηκε μεγάλος αριθμός θυμάτων. – Στο σεισμό δεν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θύμα — το (ΑΜ θῡμα) [θύω] ζώο θυσιάζομενο ή πράγμα προσφερόμενο ως θυσία, σφάγιο, προσφορά νεοελλ. μσν. 1. καθένας που προσφέρει τον εαυτό του ως ολοκαύτωμα, ως θυσία για κάποιο σκοπό («θύμα τής ευσυνειδησίας και τού καθήκοντος») 2. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
θῦμ' — θῦμα , θῦμα victim neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμ' — θύμα , θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc pl θύμε , θύμος Cretan thyme masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμαθ' — θύ̱ματα , θῦμα victim neut nom/voc/acc pl θύ̱ματι , θῦμα victim neut dat sg θύ̱ματε , θῦμα victim neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύματ' — θύ̱ματα , θῦμα victim neut nom/voc/acc pl θύ̱ματι , θῦμα victim neut dat sg θύ̱ματε , θῦμα victim neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek
ενέστιος — ἐνέστιος, ον και ἐνίστιος, ον (Α) [εστία] 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εστία, στο θυσιαστήριο 2. το ουδ. ως ουσ. ἐνέστιον (ενν. θύμα) το σφάγιο, το θύμα … Dictionary of Greek
θυμάτιον — θυμάτιον, τό (Α) υποκορ. τού θύμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύμα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek