-
1 victime
θύμα -
2 casualty
θύμα -
3 victim
θύμα -
4 musap
θύμα, κρούσμα -
5 жертва
жертва ж 1) η θυσία при носить в \жертвау θυσιάζω 2) (по страдавший ) το θύμα стать \жертваой γίνομαι θύμα* * *1) η θυσίαприноси́ть в же́ртву — θυσιάζω
2) ( пострадавший) το θύμαстать же́ртвой — γίνομαι θύμα
-
6 жертва
-ы θ.1. θυσία (στο θεό)•приносить -у προσφέρω θυσία.
2. βλ. жертвоприносение.3. παλ. δωρεά.4. θυσία (για κάτι ανώτερο, ιδανικό). || προσφορά.5. θύμα•пожар с человеческими -ами πυρκαγιά με ανθρώπινα θύματα•
-ы уличного движения θύματα της τροχαίας κίνησης•
жертва клевето θύμα συκοφαντίας.
|| ολοκαύτωμα.εκφρ.пасть -ой – πέφτω θύμα•приносить в -у – (κυρλξ. κ. μτφ.) θυσιάζω•- искупления – εξιλαστήριο θύμα. -
7 жертва
жертв||аж1. ἡ θυσία:приносить в \жертвау θυσιάζω·2. перен τό θῦμα:стать \жертваой чего́-л. γίνομαι θΰμα· делать кого-либо своей \жертваой ἐξαπατώ κάποιον. -
8 Sacrifice
subs.Victim: P. and V. θῦμα, τό. σφάγιον, τό (generally pl.), Ar. and P. ἱερεῖον, τό, Ar. and V. σφαγεῖον, τό, V. θύος, τό, θυτήριον, τό, πρόσφαγμα, τό χρηστήριον, τό; see Victim.For account of sacrifice see Eur., Electra, 800 to 838.Burnt offering: V. ἔμπυρα, τά.Make sacrifice: P. and V. θύειν, P. ἱερὰ ποιεῖν, ἱεροποιεῖν, V. ῥέζειν, θυηπολεῖν (also Plat. but rare P.).Make rich sacrifice: V. πολυθύτους τεύχειν σφαγάς (Soph., Tr. 756).Sacrifices at crossing (a river, etc.): P. διαβατήρια, τά (Thuc. 5, 54).Obtain favourable omens in a sacrifice, v.: Ar. and P. καλλιερεῖσθαι.The flame of sacrifice: V. θυηφάγος φλόξ ἡ (Æsch., Ag. 597).The altar of sacrifice: V. δεξίμηλος ἐσχάρα ἡ (Eur., And. 1138).On the altar of sacrifice: Ar. βουθύτοις ἐπʼ ἐσχάραις (Av. 1232).The town is filled with sacrifices by my seers to rout the enemy and the city: V. θυηπολεῖται δʼ ἄστυ μάντεων ὕπο τροπαῖα τʼ ἐχθρῶν καὶ πόλει σωτήρια (Eur., Heracl. 401).On days of sacrifice: V. βουθύτοις ἐν ἤμασι (Æsch., Choe. 261).Magistrates who look after sacrifices: P. ἱεροποιοί, οἱ.The reek of sacrifice: Ar. ἱερόθυτος καπνός, ὁ; see Reek.met., loss: P. ἀποβολή, ἡ.You alone of the Greeks ought to make this sacrifice for us: P. ὀφείλετε μόνοι τῶν Ἑλλήνων τοῦτον τὸν ἔρανον (Isoc. 307E).——————v. trans.Have sacrificed: P. and V. θύεσθαι (mid.).Sacrifice after: V. ἐπισφάζειν.Sacrifice before: P. and V. προθύειν, V. προσφάζειν.Sacrifice over: V. ἐπισφάζειν (τινά τινι).Sacrifice with another: P. and V. συνθύειν (absol. or dat.).absol., do sacrifice: see under sacrifice, subs.;Sacrifice bulls: V. ταυροκτονεῖν.Sacrifice sheep: Ar. and V. μηλοσφαγεῖν.Lose: Ar. and P. ἀποβάλλειν.I did not sacrifice the rights of the many to the favour of the few rich: P. οὐ τὰς παρὰ τῶν πλουσίων χάριτας μᾶλλον ἢ τὰ τῶν πολλῶν δίκαια εἱλόμην (Dem. 263).Sacrificing the welfare of your country to the delight and gratification of hearing scandal: P. τῆς ἐπὶ ταῖς λοιδορίαις ἡδονῆς καὶ χάριτος τὸ τῆς πόλεως συμφέρον ἀνταλλασσόμενοι (Dem. 273).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sacrifice
-
9 потерпевший
1. юр. о παθών, о παθόντας, ο υποστάς, το θύμα 2. (кораблекрушение) ο ναυαγόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > потерпевший
-
10 сторона
1. (пространство, расположенное по бокам или краям чего-л.) η πλευρά- выпуска (жидкости газа) - της εκροής/εξόδου2. (направление) η κατεύθυνση, το μέρος 3. (линия, ограничивающая геометрическую фигуру) το πλευρό 4. (дип., юр.) η πλευρ/άτο μέροςадреса сторон, юридические νόμιμες διευθύνσεις των - ώνпо просьбе - ы βάσει της ζήτησης/παράκλησης της - άςневиновная - μη υπαίτιος -, μη ένοχη -потерпевшая - ο παθών, το θύμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сторона
-
11 невинный
невинн||ыйприл1. (невиновный) ἀθῶος:\невинныйая жертва τό ἀθῶο θῦμα·2. (простодушный) ἀφελής, ἀπλοϊκός, ἄδολος, ἀπονήρευτος·3. (безвредный) ἄκακος:\невинныйая шутка τό ἄκακο ἀστείο· \невинныйые удовольствия οἱ ἀθῶες διασκεδάσεις·4. (девственный) παρθένος, ἀγνός. -
12 пасть
пасть Iсов1. см. падать 2, 3, 6·2. (в бою) πέφτω μαχόμενος:\пасть на по́ле брани πέφτω στό πεδίον τῆς μάχης (или τής τιμής)· ◊ \пасть в чьем-л. мнении ξεπέφτω στά μάτια κάποιου· крепость пала τό φρούριο Επεσε· \пасть жертвой πέφτω Θῦμα.пасть II ж (животного) τό στόμα (ζώοο). -
13 погорелец
погорелецм ὁ πυροπαθής, τό θῦμα τῆς πυρκαϊας. -
14 потерпевший
потерпевш||ий1. прич. от потерпеть-\потерпевший от наводнения ὁ πλημμυροπαθής· \потерпевший от огия, пожара ὁ πυροπαθής· \потерпевший от стихийных бедствий ὁ δεινοπαθήσας· \потерпевший кораблекрушение ὁ ναυαγός, ὁ καραβο-τσακισμένος· \потерпевший ущерб ὁ ὑποστάς ζημίαν, ὁ ζημιωθείς·2. прил:\потерпевшийая сторона юр. ὁ παθών3. м τό θῦμα -
15 be/get screwed
((slang) be cheated: You've been screwed - it's not worth more than $10.) εξαπατώμαι,πέφτω θύμα απάτης -
16 casualty
['kæʒuəlti]plural - casualties; noun(a person who is wounded or killed in a battle, accident etc: There were hundreds of casualties when the factory went on fire.) θύμα -
17 dupe
-
18 hit-and-run
1) ((of a driver) causing injury to a person and driving away without stopping or reporting the accident.) που εγκαταλείπει το θύμα του2) ((of an accident) caused by such a driver.) με εγκατάλειψη θύματος -
19 sacrifice
1. noun1) (the act of offering something (eg an animal that is specially killed) to a god: A lamb was offered in sacrifice.) θυσία2) (the thing that is offered in this way.) θύμα,σφάγιο3) (something of value given away or up in order to gain something more important or to benefit another person: His parents made sacrifices to pay for his education.) θυσία2. verb1) (to offer as a sacrifice: He sacrificed a sheep in the temple.) θυσιάζω2) (to give away etc for the sake of something or someone else: He sacrificed his life trying to save the children from the burning house.) θυσιάζω•- sacrificially -
20 scapegoat
['skeipɡəut](a person who is blamed or punished for the mistakes of others: The manager of the football team was made a scapegoat for the team's failure, and was forced to resign.) εξιλαστήριο θύμα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θῦμα — victim neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμα — θύμᾱ , θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμα — το, ατος 1. ζώο που προσφέρεται θυσία στους θεούς: Οδήγησε το θύμα στο βωμό. 2. αυτός που θυσιάζεται εκούσια για κάποιο σκοπό: Θύματης αγάπης του προς την πατρίδα. 3. αυτός που έχει σκοτωθεί: Αναφέρθηκε μεγάλος αριθμός θυμάτων. – Στο σεισμό δεν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θύμα — το (ΑΜ θῡμα) [θύω] ζώο θυσιάζομενο ή πράγμα προσφερόμενο ως θυσία, σφάγιο, προσφορά νεοελλ. μσν. 1. καθένας που προσφέρει τον εαυτό του ως ολοκαύτωμα, ως θυσία για κάποιο σκοπό («θύμα τής ευσυνειδησίας και τού καθήκοντος») 2. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
θῦμ' — θῦμα , θῦμα victim neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμ' — θύμα , θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc pl θύμε , θύμος Cretan thyme masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμαθ' — θύ̱ματα , θῦμα victim neut nom/voc/acc pl θύ̱ματι , θῦμα victim neut dat sg θύ̱ματε , θῦμα victim neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύματ' — θύ̱ματα , θῦμα victim neut nom/voc/acc pl θύ̱ματι , θῦμα victim neut dat sg θύ̱ματε , θῦμα victim neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek
ενέστιος — ἐνέστιος, ον και ἐνίστιος, ον (Α) [εστία] 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εστία, στο θυσιαστήριο 2. το ουδ. ως ουσ. ἐνέστιον (ενν. θύμα) το σφάγιο, το θύμα … Dictionary of Greek
θυμάτιον — θυμάτιον, τό (Α) υποκορ. τού θύμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύμα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek