Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πρόθυμα

См. также в других словарях:

  • πρόθυμα — πρόθῡμα , πρόθυμα preparatory offering neut nom/voc/acc sg πρόθῡμα , πρόθυμος ready neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόθυμα — (I) Ν επίρρ. βλ. πρόθυμος. (II) τὸ, Α [προθύω] το θυμίαμα ή το πλακούντιο που προσφερόταν πριν από τη θυσία …   Dictionary of Greek

  • ευπειθής — ές (ΑΜ εὐπειθής, ές, Α και εὐπιθής) αυτός που πείθεται, που υπακούει πρόθυμα, ο πειθήνιος, ο πειθαρχικός νεοελλ. (το υπερθ. στο τέλος αιτήσεως ή αναφοράς σε δημόσια ή προϊστάμενη αρχή, πριν από την υπογραφή ευπειθέστατος, η με μεγάλη προθυμία, με …   Dictionary of Greek

  • κατασπουδαίως — (Α) επίρρ. πολύ πρόθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σπουδαίως «πρόθυμα, ταχέως» (< σπουδαῖος < σπουδή)] …   Dictionary of Greek

  • τρισασπασίως — Μ επίρρ. με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση, πολύ πρόθυμα («καὶ ὡς... δῶρον θεοδώρητον, τρισασπασίως ὑποδεχόμεθα», Νίκ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ /τρι* + ἀσπασίως «ευχάριστα, πρόθυμα»] …   Dictionary of Greek

  • άμιλλα — η (Α ἅμιλλα) 1. αγώνας για την υπεροχή, προσπάθεια δύο ή περισσοτέρων για υπερτέρηση, συναγωνισμός, ανταγωνισμός 2. αμοιβαίος ζήλος, αγώνας, προσπάθεια αρχ. 1. (με επίθ.) «ἅμιλλα φιλόπλουτος, πολύτεκνος» αγώνας για πλούτη, για παιδιά 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ένθερμος — η, ο (AM ἔνθερμος, ον) 1. ολόθερμος, διάπυρος, φλογερός, διακαής 2. μτφ. εγκάρδιος, διακαής, θερμούργός, ολόψυχος 3. εμπαθής, παράφορος. επίρρ... ενθέρμως θερμά, πρόθυμα, διακαώς, με πάθος …   Dictionary of Greek

  • ένθυμος — ἔνθυμος, ον (Α) [θυμός] εμψυχωμένος, θαρραλέος, ζωηρός, σφριγηλός. επίρρ... ἐνθύμως πρόθυμα, εγκάρδια …   Dictionary of Greek

  • έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… …   Dictionary of Greek

  • αδευκής — ἀδευκής, ές (Α) 1. ο μη γλυκός, δηλ. ο πικρός, ο οδυνηρός, ο σκληρός 2. απρόβλεπτος, απροσδόκητος, απρόσμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., όπως αβέβαιη είναι γενικά και η σημασία του. Η σημ. «μη γλυκός, πικρός» οδηγεί σε ετυμολ. από ἀ στερητ. +… …   Dictionary of Greek

  • αρπαλέος — ἁρπαλέος, α, ον (Α) 1. ο άπληστος 2. ο γοητευτικός ή ελκυστικός 3. επίρρ. ( έως) α) άπληστα, βιαστικά β) πρόθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλπαλέος «αγαπητός» (Ησύχ.), με ανομοίωση < ρίζα αλπ παρεκτεταμένη με αλ (πρβλ. άλπνιστος, έπαλπνος). Η δασύτητα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»