Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θυσσανόεις

См. также в других словарях:

  • θυσσανόεις — θυσσανόεις, εσσα, εν (Α) επικ. τ. τού θυσανόεις* …   Dictionary of Greek

  • θυσανόεις — και για μετρ. λόγ. θυσσανόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει θυσάνους, αυτός που έχει φούντες, κροσσωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + κατάλ. όεις (πρβλ. αιματ όεις, αστερ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • θύσανος — Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα. (Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά,… …   Dictionary of Greek

  • dheu-4, dheu̯ǝ- (dhu̯ē-, extended dhuē̯ -k-, dhuē̯ -̆ s-) —     dheu 4, dheu̯ǝ (dhu̯ē , extended dhuē̯ k , dhuē̯ ̆ s )     English meaning: to reel, dissipate, blow, *smoke, dark, gray, deep etc.     Deutsche Übersetzung: ‘stieben, wirbeln, especially von Staub, Rauch, Dampf; wehen, blow, Hauch, Atem;… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»