-
1 θυσανοεις
(αἰγίς, ἀσπίς Hom.)
-
2 θυσανόεις
θυσανόεις, εσσα, εν, ep. nur ϑυσσανόεσσα, mit Troddeln u. Quasten versehen, Hom. ϑυσσανόεσσα αἰγίς Il. 15, 229. 17, 593 u. öfter, ἀσπίς 21, 400.
-
3 θυσανόεις
θυσανόειςtasseled: masc nom sg -
4 θυσανόεις
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θυσανόεις
-
5 θυσανόεις
θυσανόεις, εσσα, εν, mit Troddeln u. Quasten versehen -
6 θυσανόεις
A tasseled, fringed, Hom. (only in Il.),αἰγίδα θυσσανόεσσαν 15.229
, 17.593, al.; ἀσπίδα (v.l. αἰγίδα)θ. 21.400
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυσανόεις
-
7 θυσανοέσσης
θυσανόειςtasseled: fem gen sg (attic epic ionic) -
8 θυσανόεσσα
θυσανόειςtasseled: fem nom /voc sg -
9 θυσανόεσσαν
θυσανόειςtasseled: fem acc sg -
10 θυσσανόεσσα
θυσανόειςtasseled: fem nom /voc sg (epic) -
11 θυσσανόεσσαν
θυσανόειςtasseled: fem acc sg (epic) -
12 θυσσανόεις
θυσσανόεις u. θύσσανος, ep. = ϑυσανόεις, ϑύσανος.
-
13 θυσανώδης
θῠσαν-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυσανώδης
-
14 θυσανωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυσανωτός
См. также в других словарях:
θυσανόεις — και για μετρ. λόγ. θυσσανόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει θυσάνους, αυτός που έχει φούντες, κροσσωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + κατάλ. όεις (πρβλ. αιματ όεις, αστερ όεις)] … Dictionary of Greek
θυσανόεις — tasseled masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσανοέσσης — θυσανόεις tasseled fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσανόεσσα — θυσανόεις tasseled fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσανόεσσαν — θυσανόεις tasseled fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσσανόεσσα — θυσανόεις tasseled fem nom/voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσσανόεσσαν — θυσανόεις tasseled fem acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
βλαβόεις — βλαβόεις, εσσα, εν (Α) ο βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλάβη + (ποιητ. κατάλ. επιθ.) όεις (πρβλ. αιθαλόεις, αμυγδαλόεις, ανθεμόεις, αχλυόεις, δαιδαλόεις, θυσανόεις, ιμερόεις, ιχθυόεις κ.ά.)] … Dictionary of Greek
θυσσανόεις — θυσσανόεις, εσσα, εν (Α) επικ. τ. τού θυσανόεις* … Dictionary of Greek